Ο καλός λογοτέχνης και πάντα άξιος μεταφραστής Γιώργος Ρούβαλης διαλέγει τον τίτλο μιας ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου για να στεγάσει αυτή τη συλλογή των σημαινόντων και σημαντικών μεταφρασμάτων από τη βραβευμένη συγγραφική παραγωγή του καταξιωμένου και συχωρεμένου πια Μεξικανού Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο.

Συναρπαστική πένα στην αφηγηματική της δραματικότητα. Το υπερφυσικό μεταφυσικό στοιχείο της θέασης του Θανάτου ως αντίπαλου δέους, αντίποδα και αντιθέτου πόλου για τη Ζωή, υπερτερεί όλων των άλλων και χαρακτηρίζει ίσως όλη την ισπανόφωνη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής, αφού η καθολική αντίληψις της μετά θάνατον Ζωής συγκρούεται, συγχέεται και συμφύρεται με σαμανιστικές τελετές, πνευματισμό και παραισθητική θεώρηση των φαινομένων όχι ακριβώς ως ανατολίτικη «μάγια» αλλά ως όνειρο κάποιου που μας στοχάζεται. Και το «Θείον» τερατώδες ή τρομακτικόν.

Ας αναγνώσουμε κάτω από τις γραμμές, στο υπό-κείμενο το σύντομο κι εύστοχο «Η λατρεία»: Η πεταλούδα πλησίασε να δοξάσει το ελικόπτερο, τον Θεό της. Την κατακρεούργησαν οι έλικες (σελ. 98). Εδώ πλησιάζει την αρχαιοελληνική αίσθηση του κόσμου θεών και άλλων δαιμόνων. Ακόμα σαφέστερο το λακωνικό «Κόλαση»: – Χτες το βράδυ δεν ονειρεύτηκα. Όταν ξύπνησα κατάλαβα ότι βρισκόμουν στην κόλαση κι εσείς είσαστε οι δαίμονες (σελ. 99). Εδώ πλησιάζουμε στην περίφημη ρήση του Ζαν-Πωλ Σαρτρ από τη «Ναυτία»: Η Κόλαση είναι οι άλλοι.

Όμως δεν είναι μόνον εσωτεριστική ή πολιτικώς μαχητική η ποιητική του Πατσέκο. Το έμμεσο κοινωνικό σχόλιο και η πολιτική ευθυβολία αντανακλούν στα αριστουργηματικά: 1. «Κακολογίες»: Για να  μάθει τι λεγόταν για τον ίδιο και την κυβέρνησή του, ο χαλίφης τριγύρισε την πόλη μεταμφιεσμένος. Την άλλη μέρα έδωσε εντολή να την γκρεμίσουν και να περάσουν από λεπίδι όλους τους κατοίκους της (σελ. 100), και 2. «Υποχρέωση»: – Δεν μπορώ να το πιστέψω, είπε ο αυτοκράτορας. Του έσωσα τη ζωή, του έδωσα θέσεις, τιμές και πλούτη κι ακόμα δεν ξεσηκώθηκε εναντίον μου (σελ. 99). Εδώ θα ταίριαζε το ελληνικόν «ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος».

Η συγγένεια του ισπανόφωνου μεξικάνικου παράλογου με το νεοελληνικό είναι έκδηλη, αλλάζουν απλώς τα τοπωνύμια κι αυτό το σταχτί φως που διαφέρει από τον καταγάλανο ουρανό της Ελλάδας. Όμως το σώμα είναι σώμα και η ψυχή μέρος αδιάσπαστο κι αναπόσπαστο του σώματος. Ό,τι και να έκαναν οι χριστιανοί ιεραπόστολοι, μισές δουλειές κάνανε. Ήταν βαθύτερες οι αρχαίες δοξασίες και τα πνεύματα έχουν την τιμητική τους με χαρά στη μεξικανική «Μέρα των νεκρών», κάτι ανάλογο με το δικό μας ψυχοσάββατο, μόνο που εκεί ξεχειλίζει ο διονυσιασμός και η χαρά της ζωής. Εμείς ωστόσο, ως έχοντες και βυζαντινάς καταβολάς κρατούμε τα προσχήματα ανυπερθέτως…

Εμβριθές και κατατοπιστικό το εισαγωγικό σημείωμα διά χειρός του μεταφραστή Γιώργου Ρούβαλη εισάγει τον αναγνώστη σε ένα σύμπαν μετεωρικό ανάμεσα στην ου-τοπία και στη ζοφερή πραγματικότητα. Κι αν λέμε ότι το Μεξικό είναι η χώρα των αντιθέσεων για την πέραν των Ηρακλείων Στηλών περιοχή, η Ελλάδα είναι σίγουρα η εντός της Μεσογείου Θαλάσσης που έχει για πόρτες της τις Ηράκλειες Στήλες, η δική μας, μυθική, πολύχρωμη, αμετανόητη, ακατάστατη, παζολινική και φελινική, ευριπιδική αλλά και αριστοφανική χώρα των αντιθέσεων.

Από αυτή την άποψη αξίζει να σκύψει ο επαρκής αναγνώστης επάνω σε αυτό το θελκτικό πόνημα και να επιτρέψει στον εαυτό του να σαγηνευτεί από έναν μάγο της Γραφής που γεννήθηκε το 1939 στην Πόλη τού Μεξικού και πέθανε το 2014.

Η «Κοινωνία των (δε)κάτων» εκδίδει ελάχιστα βιβλία, διαλεχτά όμως και άκρως τραβηχτικά, ενδιαφέροντα ό,τι κι αν πεις, όπως και να τα δεις.

Υπέροχη μεταφραστική δουλειά, μετάπλαση τού αρχικού κειμένου με συνδημιουργική δεξιοτεχνία. Μία εργασία τού πολυγραφότατου Γιώργου Ρούβαλη που αξίζει να επαινεθεί και να βραβευθεί. Τα εύσημα τα κατέκτησε, τα αξίζει και του αναλογούν.