«Αυτό που συνέβαινε ήταν ότι ο Μικέλ είχε φτάσει σε σημείο να κατανοήσει πως το να ξέρεις να συνδέεσαι με τα πράγματα δίνοντας λίγη αγάπη ήταν ένδειξη ωριμότητας. Υποφέρεις περισσότερο επειδή η διαύγεια φέρνει σκεπτικισμό, κυρίως όταν συνειδητοποιείς πως η ζωή, με τον καιρό, καταλήγει στον θάνατο. Και το να ερωτεύεσαι, με τον καιρό, οδηγεί στη μοναξιά και στη νοσταλγία εκείνου του τόσο τρελού, τόσο έντονου και παράλογου συναισθήματος, που φαίνεται να μοιάζει τόσο με την ευτυχία» (σελ.473)

Η «Σκιά του ευνούχου» του Καταλανού συγγραφέα Ζάουμε Καμπρέ είναι ένα μυθιστόρημα που περιστρέφεται γύρω από ένα σπίτι και μια οικογένεια. Πρόκειται για το σπίτι της οικογένειας Ζενζάνα στο Φέσες, στα περίχωρα της Βαρκελώνης, το οποίο έχει μετατραπεί σε ένα «γκουρμέ» εστιατόριο. Εκεί θα συναντηθούν ο τελευταίος (κατά πάσα πιθανότητα) απόγονος των Ζενζάνα, ο Μικέλ, με τη νεαρή συνάδελφό του, τη Ζούλια, στην οποία θα διηγηθεί την ιστορία τη δική του, του αγαπημένου του θείου Μαουρίσι και του επιστήθιου φίλου του, του Μπολός. Αφορμή, ο θάνατος του τελευταίου ή, μάλλον, η δολοφονία του.

Η ιστορία ξετυλίγεται ξεκινώντας από τα φοιτητικά χρόνια του Μικέλ και του Μπολός και την ένταξή τους σε μια παράνομη αριστερή οργάνωση. Είναι τα χρόνια της δικτατορίας του Φράνκο κι ο νεαρός Μικέλ (επαναστατικό όνομα: Σιμό) μαζί με τον Μπολός-Φράνκλιν νομίζουν ότι μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Όμως η μύηση του Μικέλ στην πολιτική θα γίνει χάρη σε μια κοπέλα. Κι από τότε, και τουλάχιστον όσο τον παρακολουθούμε μέσα από το καλειδοσκόπιο αυτού του περίτεχνου μυθιστορήματος, πάντα ο έρωτάς του για μια γυναίκα θα καθορίζει τη στάση του και την πορεία του στη ζωή: η σύντροφος Μπέρτα, η σύζυγος Ζέμμα, ο μεγάλος έρωτας Τερέζα, η Ζούλια που ακούει την ιστορία του κι έχει κι αυτή το δικό της μυστικό.

Μετά την πτώση της δικτατορίας, ο Μικέλ θα αφήσει την πολιτική για τη λογοτεχνία, ενώ στη συνέχεια θα τον απορροφά όλο και περισσότερο η μουσική. Θα ξαναγυρίσει δυο φορές στο πατρικό του: την πρώτη όταν βγαίνει από την παρανομία και τη δεύτερη μετά τον χωρισμό του με τη Ζέμμα. Ένα βροχερό απόγευμα ο πατέρας του θα ανοίξει την πόρτα και θα εξαφανιστεί∙ την ίδια εκείνη χρονιά ο θείος Μαουρίσι θα εγκλειστεί σε ψυχιατρείο. Το οικογενειακό αρχοντικό θα χαθεί και η μητέρα του θα πεθάνει, μόνη, σε ένα διαμέρισμα στη Βαρκελώνη. Στα ενδιάμεσα των ταξιδιών για τη δουλειά του στο περιοδικό Revista, ο Μικέλ θα ακούσει τις εκμυστηρεύσεις του Μαουρίσι, που θα του κληροδοτήσει ένα τετράδιο όπου καταγράφει την ιστορία του. Κι ενώ ζει έναν μοναδικό έρωτα με τη βιολονίστα Τερέζα, θα μάθει την «πραγματική» ιστορία της οικογένειας.

Ο Ζάουμε Καμπρέ συνδυάζει με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο, που θα εξελίξει αργότερα στο Confiteor, έργο με το οποίο έγινε γνωστός στην Ελλάδα και αλλού, την προσωπική ιστορία του ήρωά του με τις ιστορίες των άλλων, κινούμενος με άνεση σε διάφορες χρονικές περιόδους. Η γραφή του είναι σύνθετη, με απολήξεις μαγικού ρεαλισμού, θα λέγαμε, εκεί που μιλάει για την ψυχική κατάσταση του ήρωα απέναντι στις γυναίκες. Το μυθιστόρημα ενέχει και στοιχεία αστυνομικού σασπένς, καθώς ο Σιμό και ο Φράνκλιν είχαν εμπλακεί στη δολοφονία ενός συντρόφου ο οποίος θεωρήθηκε προδότης και, χρόνια μετά, κάποιος επιστρέφει για να πάρει εκδίκηση.

Όσο για τον τίτλο, ο αναγνώστης θα ανακαλύψει ότι ευνούχος είναι ο κριτικός, αυτός που δεν μπορεί να δημιουργήσει κι έτσι γράφει για μια τέχνη (λογοτεχνία, μουσική) αντί να την ασκεί. Αλλά είναι κι ο «διπλά ευνουχισμένος» άνδρας που δεν εκφράζει την αγάπη του και του οποίου οι πράξεις, παρά τη φαινομενική αδράνειά του, υπερβαίνουν τις προθέσεις του.

Ένα απολαυστικό, πολυπλόκαμο μυθιστόρημα σε εξαιρετική μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού και σε μια σχεδόν αψεγάδιαστη έκδοση.

Ο Ζάουμε Καμπρέ γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1947. Σπούδασε καταλανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λέριδα. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια. Στα ελληνικά κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του Confiteor (Πόλις, 2016) και Οι φωνές του ποταμού Παμάνο (Πάπυρος, 2009).