Ο Κοσμάς Τρίκαρδος, Έλληνας που ζει στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών, αναζητεί τα ίχνη της Μίκας Τσεκουρίδου, μιας Σμυρνιάς που έφτασε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στις ΗΠΑ, κατευθείαν από τον Πειραιά. Ο λόγος; Κάποιες μετοχές στις οποίες είχε επενδύσει όλες τις οικονομίες της η Μίκα και που απαξιώθηκαν με το οικονομικό κραχ του 1929, αλλά τώρα απέκτησαν ξανά αξία. Ο Κοσμάς πρέπει να βρει αν υπάρχουν κληρονόμοι της∙ διαφορετικά τα χρήματα θα καταλήξουν στο δημοτικό συμβούλιο του Μπρονξ. Το κίνητρό του είναι και προσωπικό: αν βρεθούν οι κληρονόμοι, η εταιρία στην οποία δουλεύει θα πάρει ένα μέρος των χρημάτων ως προμήθεια και ο ίδιος θα ανέβει στην εργασιακή ιεραρχία.
Ο Κοσμάς, παντρεμένος με Αμερικανο-πολωνέζα και πατέρας δύο μικρών παιδιών που δεν μιλάνε ελληνικά, ξεκινά την αναζήτησή του από το μουσείο των μεταναστών στο Έλις Άιλαντ. Μία σελίδα από το ημερολόγιο της Μίκας αναφέρεται σε κάποιον Πάτρικ που τη βοήθησε την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι της στην Αμερική. Η Μίκα είχε έρθει με συμβόλαιο από την Ελλάδα για να δουλέψει στις καντίνες ενός Ελληνοαμερικανού στη Νέα Υόρκη. Αλλά όταν έμαθε πώς ο εργοδότης της εκμεταλλευόταν τους υπαλλήλους του, αποφάσισε να πάει στο Οχάιο και να βρει τον Πάτρικ.
Από τη Νέα Υόρκη στο Οχάιο κι από κει πίσω στο Μπρονξ, ο Κοσμάς ακολουθεί τα «βήματα» της Μίκας. Θα συναντήσει Ελληνοαμερικανούς δεύτερης και τρίτης γενιάς, θα ψάξει σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία, θα αναζητήσει με αυξανόμενο ενδιαφέρον και αγωνία οποιαδήποτε πληροφορία για τη Μίκα. Η έρευνά του θα πάρει έναν χαρακτήρα υπαρξιακό. Ψάχνοντας για την «εξαφανισμένη» Μίκα, θα ανασκάψει τα βάθη της δικής του σχέσης με την Ελλάδα και με τη νέα του πατρίδα, θα δοκιμάσει τη σχέση του με τη γυναίκα του. Μια Ιρλανδέζα συνάδελφός του στην εταιρία θα του συμπαρασταθεί περισσότερο απ’ όλους και θα του δώσει την ώθηση για μια έρευνα που πολλές φορές κατά τη διάρκεια της διαδρομής μοιάζει να μην οδηγεί πουθενά.
Το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου διαβάζεται (και) σαν θρίλερ, γιατί έχει στοιχεία μυστηρίου. Ποια ήταν αυτή η Μίκα και ποιο το μυστικό της; Στην πορεία πολλά θα αποκαλυφθούν και μια αλυσίδα από ανατροπές ή «συμπτώσεις» θα οδηγήσει τελικά στη λύση του. Στη διατήρηση της έντασης και του ενδιαφέροντος από σελίδα σε σελίδα βοηθά η αφήγηση σε ενεστώτα χρόνο που εναλλάσσεται, στην ίδια παράγραφο, με τον αόριστο. Αλλά και η περιγραφή των τόπων που επισκέπτεται ο Κοσμάς εξάπτει το ενδιαφέρον, καθώς μοιάζουν να αποτελούν μέρος της ιστορίας της Μίκας αλλά και κάθε μετανάστη.
Ο Βαγγέλης Αυδίκος γεννήθηκε στην Πρέβεζα με καταγωγή από το Συρράκο. Είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Εκτός από τη «Σκιά της Μίκας» έχει γράψει τη συλλογή διηγημάτων «Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία» (Ελληνικά Γράμματα, 2001) και τα μυθιστορήματα «Ο δικός μου θεός» (Ταξιδευτής, 2004) και «Η κίτρινη ομπρέλα» ( Μεταίχμιο, 2007). Έχει γράψει επίσης πολλές επιστημονικές μελέτες. Τελευταία τον γνωρίζουμε και ως επιφυλλιδογράφο σε καθημερινή εφημερίδα.