Ένας σπουδαίος Αιγύπτιος διανοούμενος
Ο Τάχα Χουσεΐν (1889-1973) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του προηγούμενου αιώνα, όχι μόνο για την αιγυπτιακή λογοτεχνία αλλά για την αραβόφωνη λογοτεχνία στο σύνολό της. Παρά το γεγονός ότι έμεινε τυφλός σε ηλικία μόλις δύο ετών, ο Τάχα Χουσεΐν κατάφερε να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αλ Άζχαρ του Καΐρου και στη συνέχεια να συνεχίσει την ακαδημαϊκή του πορεία στη Γαλλία. Βαθύς γνώστης της αρχαιοελληνικής γραμματείας και γεμάτος θαυμασμό για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, υποστήριζε πάντα την πολιτισμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πατρίδα του και την Ευρώπη. Ευαίσθητος στις αλλαγές των καιρών και των συνθηκών, στάθηκε με κριτική σκέψη απέναντι σε οτιδήποτε συντηρητικό κρατά στάσιμη την αιγυπτιακή κοινωνία. Το 1950 διορίστηκε υπουργός Παιδείας της Αιγύπτου και εστίασε στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, ενώ αγωνίστηκε για τη θέσπιση δωρεάν και υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
«Η προσευχή του αηδονιού» είναι ένα σύντομο μυθιστόρημα γραμμένο το 1934 και κινείται ανάμεσα στη σκληρή και τραχιά ζωή στην έρημο και στα χωριά των Βεδουίνων και στις πόλεις που αναπτύσσονται στις όχθες του Νείλου. Τρεις γυναίκες, η μάνα Ζάχρα και οι κόρες της Χανάτι και Άμνα, διώχνονται από το χωριό τους εξαιτίας της ντροπιαστικής συμπεριφοράς του δολοφονημένου πατέρα. Φτάνουν στην πόλη και βρίσκουν δουλειά, ως υπηρέτριες σε πλούσια σπίτια, ενώ συμφωνούν να συναντιούνται και οι τρεις στο τέλος κάθε εβδομάδας για να μοιραστούν τα νέα τους. Η μικρή κόρη, η Άμνα, φαίνεται ότι είναι η πιο τυχερή, αφού στο σπίτι του αρχηγού της αστυνομίας όπου εργάζεται της φέρονται σωστά και δεν αργεί να αναπτύξει φιλική σχέση με την κόρη της οικογένειας, η οποία θα τη βοηθήσει να μορφωθεί και να διευρύνει τους ορίζοντές της. Η αδερφή της Άμνα, όμως, δεν είναι τόσο τυχερή, καθώς ο έρωτάς της για το αφεντικό της, τον αρχιμηχανικό της πόλης, την οδηγεί σε ένα αμάρτημα (το οποίο εύκολα μπορούμε να εικάσουμε παρά το γεγονός ότι δεν κατονομάζεται) και αναγκάζει τις τρεις γυναίκες σε φυγή και σε αναζήτηση βοήθειας στους ίδιους συγγενείς που παλιότερα τις είχαν διώξει. Η ζωή τους θα γίνει αβάσταχτη, ενώ ο βάρβαρος θείος που τις αναλαμβάνει αποδεικνύεται ο χειρότερος εφιάλτης τους. Η Άμνα σύντομα το σκάει και επιστρέφει στην πόλη και στη δουλειά που είχε, με ένα και μόνο σκοπό: να εκδικηθεί τον αρχιμηχανικό τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για την τραγική της μοίρα.
Ο συγγραφέας χτίζει μια ιστορία μίσους και πόθου (ο οποίος σταδιακά μετατρέπεται σε έρωτα ή εξάρτηση) πάνω στους άξονες αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν την πατρίδα του: απέναντι στη σκληροτράχηλη και στεγνή ζωή των Βεδουίνων βρίσκεται η επαρχιακή πόλη, ο πλούτος και η άνθιση μιας κοινωνίας που έλκεται από τα δυτικά πρότυπα∙ απέναντι στις αμόρφωτες και υποταγμένες γυναίκες, όπως η μάνα της και η αδερφή της, βρίσκεται η δύναμη της μόρφωσης (έστω και άτυπης) που λαμβάνει η Άμνα και η οποία θα την κάνει να αισθανθεί απομακρυσμένη ακόμα και από την αδερφή της, που «δεν έμαθε ποτέ γραφή και ανάγνωση, και δεν διδάχθηκε ποτέ τη ζωή όπως τη διδάχθηκα εγώ» (σ. 32).
Σε αυτή, λοιπόν, την κοινωνία, η Άμνα –και το αηδόνι που της «μιλά» κάθε φορά που η ζωή της θα αλλάξει τροπή– ακολουθεί μια πορεία αναζήτησης του υπεύθυνου της καταστροφής της οικογένειάς της και όταν τον εντοπίζει στον αρχιμηχανικό που αποπλάνησε την αδερφή της, καταστρώνει ένα σχέδιο που θα την οδηγήσει στο κατώφλι του, στην υποταγή του στα θέλω της, στη μετατροπή του σε υποχείριό της. Φυσικά, ακόμα και τα καλύτερα σχέδια κρύβουν παγίδες για αυτόν που τα οργανώνει και η Άμνα σύντομα θα ανακαλύψει ότι το μίσος και ο έρωτας ορισμένες φορές απέχουν ελάχιστα.
Με λυρισμό και με γλαφυρό λόγο, με εναλλαγές ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη και την τριτοπρόσωπη αφήγηση και με συνομιλητή το αηδόνι και το τραγούδι του, ο Τάχα Χουσεΐν δημιούργησε ένα πολύ όμορφο μυθιστόρημα-καθρέφτη της εποχής του και μέσα από αυτό εξέφρασε τους προβληματισμούς του για την πατρίδα του και τους διαφορετικούς κόσμους που κρύβει στους κόλπους της. Το μυθιστόρημα έχει μεταφραστεί όμορφα και ρυθμικά από την Πέρσα Κουμούτση που υπογράφει και το κατατοπιστικό προλογικό σημείωμα.