Δε θα πω τίποτα απόψε

            τα έχουν πει όλα οι άλλοι.

            Αυτοί που μίλησαν

            κι αυτοί που δεν. (σ. 15)

Αισιόδοξη απελπισία ή απελπιστική αισιοδοξία; Απομυθοποιητική διάθεση: Προσαράξαμε / στον Κάτω Κόσμο / και κανένας μύθος δε μας σώζει (σ. 25).

Η αρχαία κληρονομιά, βάρος στις πλάτες της Ελλάδας που βιώνει μια «βελούδινη χρεοκοπία» των πολιτικών που επέλεξαν οι κυβερνώντες. Προσγειωτικός λόγος με ρομαντικές προεκτάσεις. Η φυγή στο Φως, μόνη διέξοδος. Αναμονή της Άνοιξης που επελαύνει.

Η μέχρι τώρα διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος Αργυρώ Κεφάλα επανακάμπτει μετά από 14 χρόνια σιωπής με μια ποιητική συλλογή, αρθρωμένη σε τρία μέρη: κλειστά καταφύγια – η προσδοκία της Άνοιξης – το έπος της αναπνοής. Ποιητική υπέρβαση των αδιεξόδων. Ειρωνική μαχητικότητα. Σαρκασμός για την πολιτική κατάσταση της χώρας μας. Η ποιήτρια βάλλει κατά του κλίματος τρομοκρατίας που κατακλύζει τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Εκφράζει μια συγκρατημένη αγοραφοβική μισανθρωπία κι επικαλείται το επερχόμενο «ποιοτικό άλμα» της ανθρωπότητας που θα εκπλήξει και τον ίδιο τον Δαρβίνο! Η απουσία του Θεού επισημαίνεται μόνο μία φορά στη σελίδα 37. Ενώ αποδέκτες της ποίησής της είναι «αυτοί που εξαιρούνται από τα καθημερινά δρομολόγια, οι απροσδόκητοι, οι απροσάρμοστοι, οι ξεστρατισμένοι» (σελ. 71). Ο ρομαντισμός διατρέχει και διαβρέχει την ποιητική της. Ιδιόλεκτος προσεκτικά προφορική, αποφεύγονται οι σπάνιες λέξεις, η λογιοσύνη δεν είναι το ζητούμενο αλλά η ευστοχία του κοινωνούμενου μηνύματος. Παραπομπές σε στίχους ποιητών που δεν κατονομάζονται (Ντίνος Χριστιανόπουλος), χρήση στίχων του Σαββόπουλου, παραφθορά φράσεων που λειτουργούν ως σλόγκαν. Οικείες παρηχήσεις, αποφυγή κάθε πρωτοτυπίας, ουδεμία εκζήτηση. Σα να αφομοιώνονται πολλοί προλαλήσαντες ποιητές στο χωνευτήρι του ποιητικού εργαστηρίου της. Μαθηματική δομή, αλλά όχι αυστηρή. Η Αργυρώ Κεφάλα μοιάζει σα να είπε όλα τα δικά της λόγια. Απορώ κι αναρωτιέμαι αν μπορεί να εξελιχθεί αυτή η γραφή πέρα από τις μετρημένες και σεμνές επιτεύξεις της. Ίδωμεν. Οι άνθρωποι συχνά μας εκπλήσσουν. Κι οι ποιητές συχνότερα. Ερωτοτροπούν με την πεζογραφία, όμως –συνήθως– αποφεύγουν την πεζολογία.

Θα κλείσουμε με το τέλος του ποιήματος «Κολοσσαίο» με το οποίο αρχίσαμε:

            Ονειρεύομαι  το χαμό μου

            Κλείνω μια θέση στο Κολοσσαίο.

            Έχω εισιτήριο διαρκείας.

            Παίζουν στοίχημα τη ζωή μου.

            Προφανώς είμαι ήδη διάσημος και δεν το ξέρω.

            Μεθυσμένος ο Καίσαρ κάνει το νεύμα του θανάτου

            Και το πλήθος παραληρεί.

            Ο θάνατος είναι πάντα τού άλλου. (σ. 15)