Βυθιζόμενος σε αυτόν τον ωκεανό ποιητικής δραματικότητας διαλέγω να σας μεταδώσω τις στροφές 5 κι 6:
«5
Το μάτι του κολλημένο στο στόχαστρο. Το δάχτυλο
πατάει τη σκανδάλη. Κανένα έλεος στη διαδρομή της
σφαίρας.
Όταν ματώνει το απέναντι πουκάμισο, όταν ξεχνά-
ει τη λευκότητα του θηλασμού, όταν δίνει τον βίαιο
θάνατο και τα δάκρυα: πώς το κάνει, αυτός που στο-
χεύει; Και είμαι στο στρατόπεδό του, αφού πορεύομαι
μαζί του, αφού δεν κάνω τίποτα για να τον εμποδίσω.
Προχωρώ στη σειρά. Δεν κοιτάζω πια μπροστά.
Όταν γελάσουμε, θα ξεχάσουμε το πλήθος των σκοτωμένων;
6
Γνωρίζω τόσο λίγα για τους ανθρώπους. Εδώ,
υπάρχει ένα πλήθος που σου πιάνει το χέρι, και προ-
σπαθεί να κρατήσει τη ρότα του. Αυξανόμαστε ολοέ-
να αγνοώντας τη συνολική εικόνα της πορείας .
Οι πληγές μοιάζουν μεταξύ τους, ενώνουν».
Η συν-ενοχή του ποιητή που δεν ήρθε εδώ, στον πλανήτη της φωτιάς και της αλμύρας του αίματος, για να επιβιώνει απλώς ως αθώο μουλάρι, αλλά διατηρεί την επίγνωση της ενότητας των ανθρώπινων ψυχών πριν από την τραγική εξατομίκευσή τους, εκεί που το “εμείς” γίνεται “εσύ” κι “εγώ” και μόνο στην τρέλα, στον έρωτα, στην ποίηση και στον θάνατο το άτομο ανακτά, για μια στιγμή, έστω, τη χαμένη αίσθηση της ενότητας των πάντων εις Εν αδιαίρετο.
Η στροφή 7 απηχεί τον εφιαλτικό κόσμο της “Φωτιάς” του Γάλλου Ανρί Μπαρμπύς:
«7
Αεροπλάνα, αντιαεροπορικά, ηχητικό πανδαιμό-
νιο. Ακούμε τις οβίδες να περνάνε. Τον βλέπουμε τον
Θάνατο να περνά πάνω από τα κεφάλια μας. Μερικές
φορές σερνόμαστε, άλλοτε κρυβόμαστε σφιχταγκα-
λιασμένοι.
Γνωρίζω τόσο λίγα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Κι
όμως εξαφανίζουν τις πληγές μου. Αυτό τολμώ να το
γράψω. Δεν μπορώ να τους το πω. Πάντα όμως μου
’ρχεται να το πω».
Ο λόγος του Ζαν Φιλίπ Καρλό, που γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου του 1954 στην πόλη Μακόν της Γαλλίας, είναι κατ’ εξοχήν ποιητικός, αφού το ωκεάνιο συναίσθημα προδίδει τη νοσταλγία του για την αμετάκλητη επιστροφή στην ουρανία Ιθάκη, στο Άπαν, που με λίμνη προσομοιάζει, της οποίας είμαστε όλοι φωτεινές και χαρούμενες σταγόνες, μετέχοντας της υπάτης Σοφίας, στην οποία συνεισφέρει καθείς την ψηφίδα του. Η δραματικότητα είναι βασικό στοιχείο της γραφής του, αφού νοιάζεται να απευθυνθεί επειγόντως στον άλλον, στον αναγνώστη, στον θεατή, στον ακροατή, προκειμένου να τον σώσει και να σωθεί ο ίδιος ο γράφων, ως μέλος του πανανθρώπινου είδους. Κανένας οργανισμός δεν γίνεται να ευτυχεί όταν πάσχουν, σαπίζουν κι αποκόβονται βιαίως τα όργανά του. Αυτή την απλή αλήθεια την συνειδητοποιούμε ευκρινώς σε καιρούς πολέμου και φυσικών καταστροφών. Κανείς μας δεν μπορεί να είναι και να νιώθει χορτάτος όταν ένα παιδί στην Αφρική πεθαίνει από πείνα. Όταν ένας άνθρωπος πέφτει πυροβολημένος, όλο το ανθρώπινο είδος πονάει, είτε είναι εχθρός είτε από τους δικούς μας.
«8
Προχώρα. Προχώρα. Βαδίζουμε χωρίς να ονομά-
ζουμε. Το αύριο δεν θα μας αλλάξει. Προχώρα. Όλα
θα παραμείνουν. Να σκοτώνεις δεν είναι αρκετό.
Ορφανοί απ’ το νερό του καταρράκτη στα γυμνά
μας πόδια, όταν παύουν οι εκκωφαντικές στιγμές του
μπαρουτιού, όταν μετράμε τους νεκρούς απέναντι,
όταν θρηνούμε τους δικούς μας. Όταν όλα επανέρ-
χονται, όπως μετά τ’ απανωτά τιτιβίσματα από ένα
σμήνος πουλιών. Αυτή η ανυποχώρητη τάξη, δίχως
κανένα περιθώριο σκέψης.
Σήμερα, χωρίς ενοχή, σκέφτηκα: “οι δικοί μας”.
9
Μου ζητούν να κουβαλήσω ένα από τα τουφέκια
τους. Σα να μου ζητάνε να καταλάβω τη μνήμη τους.
Δε λέω τίποτα, θα ήταν λάθος. Μου ζητούν να κου-
βαλήσω το τουφέκι ενός σκοτωμένου. Ε, λοιπόν, το
κουβαλάω.
Κουβαλάω και τον θάνατο και το αίμα τού απένα-
ντι. Το στόμα τους, οι λέξεις τους, με παραδίδουν σ’
αυτούς. Μια μέρα θα μου ζητήσουν να ρίξω. Μια μέρα
θα με σκοτώσουν οι απέναντι ίσως, εάν δεν ρίξω.
Τι απάντηση να δώσω στην τρύπα στο κεφάλι;
Ποιος άξιζε αυτόν τον πόνο;
10
Σήμερα το πρωί ο αιχμάλωτος, ξαπλωμένος πάντα,
δεν κοιμόταν. Το βλέμμα του με πυρπόλησε και σκε-
πασμένο από ντροπή, ξέρανε το λαρύγγι μου. Αυτό
το βλέμμα με τρέλανε, σχεδόν σε σημείο να θέλω να
τον σκοτώσω. Δεν ξέρω τίποτα, δεν νοιώθω τίποτα.
Μετά από τέσσερις μέρες ένοιωθα λίγο μικρότερη
την απόσταση ανάμεσα σε εκείνον και σε μένα. Εκεί-
νος, όχι.
Πρωί-πρωί βάζω τ’ όπλο μου στον ώμο, νομίζω εί-
ναι περήφανοι για μένα. Λες και το τουφέκι μ’ έκανε
φιλικό. Είναι κάτι αυτό το βάρος που νοιώθω περπα-
τώντας. Σα να το άξιζα.
11
Σήμερα περπατάω πλάι του, είμαι ο φύλακάς του.
Λαχανιάζει περισσότερο από μένα, του λείπει δύ-
ναμη. Αντιστέκεται με ό,τι του απομένει. Λέω στον
εαυτό μου, περιμένει να ξεπηδήσουν οι φλόγες από
τον απέναντι λόφο. Σε λίγο, βαδίζουμε στην άκρη
ενός γκρεμού, φοβάμαι μη ριχτεί. Φοβάμαι να δω την
πτώση του.
Η εξορία καίει. Είμαι ο φύλακάς του. Σε κάποιες
στιγμές της πορείας μας τον ξεχνάω, όταν κοιτάζω
ένα πουλί ή όταν γυρεύω την κεφαλή της πορείας
μετά την επόμενη στροφή.
Από το πλάι, είναι νέος. Στην ηλικία του γιου μου
ίσως, αυτού του ανέμελου που σε λίγο τελειώνει το
Λύκειο. Εγώ ο ανέμελος που τον ξεχνώ, εγώ που δεν
ξέρω τι ν’ ακούσω, τι να πω, βαδίζω δίπλα του με τη
σειρά μου, όπως όλοι μας.
Είμαι στον πόλεμο και μαζί τους.
Η ειρήνη με κάνει να υποφέρω.
Ο πόλεμος λιγότερο.
Αρχίζω να σκέφτομαι πως είναι η μόνη δυνατή κα-
τάσταση.
Έτσι σκέφτονται κι αυτοί; Πολύ φτωχό να το ρω-
τήσω. Μου ’ρχεται όμως πάλι να το πω.
Still at school.»
Όμως η συνενοχή έχει ένα όριο. Την τραγική διαπίστωση της “Αντιγόνης” του Σοφοκλή ότι ζούμε περισσότερο χρόνο στην αντίπερα όχθη παρά εδώ. Στο όνομα της επιβίωσης δεν είμαστε όλοι Ισμήνες. Ακριβώς στο μέσο αυτού του δραματικού κειμένου ένας αδελφός επιμένει να θάψει τον νεκρό αδελφό του, με όλο το κόστος πληρωμένο γενναιόδωρα από τον ίδιον.
«16
Εξαφανίστηκε,
Ρώτησα “where is he?”, “Πού είναι;”, “Gone”,
“Έφυγε”, “Where?”, “Don’t know”,
Τώρα ξέρω: “He wanted to go…”, “Θέλησε να δρα–
πετεύσει”: ψηλά από τη γέφυρα, τον γκρέμισαν στα
βράχια.
Γρήγορα, να με γυρίσουν στα σύνορα, Δεν ξέρω πια
ποιος κατοικεί μέσα μου βαθιά, Τον γυρεύω ακόμα,
μα βρίσκομαι πάλι σ’ ένα στρατόπεδο, στο δικό τους
στρατόπεδο.
Γίνεται μια σιωπή μεγαλύτερη μέσα μου.
Δεν μου επιτρέπεται η συνενοχή. Ήμουν πιστός
σ’ αυτή την πορεία, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Δεν
θέλω πια συντρόφους.
Θέλω να φύγω, γρήγορα,
17
Ουρλιάζει,
Αυτή τη φορά είναι ο αδελφός του. Με τα χέρια
ανοιχτά, δρασκελίζοντας πρώτος το πέρασμα, Μονα-
δικά του λόγια: “Αφήστε με να τον θάψω μόνος μου!
Αφήστε με να τον θάψω μόνος μου!”»
Βία και βιασμοί, επιτρέπονται (;) σε καιρό πολέμου. Η νοσταλγία της παραδείσιας παιδικής ηλικίας κάνει τους ενήλικες διεστραμμένα τέρατα: στραγγαλίζουν αυτό που θέλουν να φιλήσουν, τιμωρούν αυτό που θέλουν να επιβραβεύσουν, βεβηλώνουν αυτό που θέλουν να τιμήσουν. Κι επειδή το μορφογενετικό πεδίο γύρω μας είναι καθρέφτης του ψυχισμού μας, στο τέλος εμείς οι ίδιοι είμαστε και ο φονιάς και ο σκοτωμένος.
«19
Μπορούν να βιάσουν. Βιάζουν. Κι αφήνουν το νε-
αρό κορμί τσακισμένο.
Τους έχω δει να βιάζουν. Σα να βίαζα κι εγώ μαζί
τους. Το ’βαλα στα πόδια. Στη φυγή μου, απέφυγα το
βλέμμα των βιασμένων.
Πήρα το σχήμα του εχθρού: τιμωρίες, συγνώμες
που διχάζουν τον κόσμο στα δύο που κατακάθονται
σαν τη σκόνη μετά τις σφαγές.»
Κι ο Θεός ένα αδύναμο κερί μέσα στη νύχτα. Η ποίηση αδυναμία. Ο ποιητής απόγονος και κληρονόμος των μεσαιωνικών σαλών. Όταν όμως αποφασίζει να εκτεθεί γίνεται γραφικός και ακίνδυνος.
«20
Οι σημειώσεις μου: “Ολοκληρωτικά δεμένοι με
τον ορίζοντα, με την αναπνοή των φύλλων. Όλοι μας
στόχοι: ο λαβύρινθος μπορεί να ξεράσει τη φωτιά του
ανά πάσα στιγμή. Ο Θεός, ένα κερί μέσα στη νύχτα.
Ο εχθρός λαχανιάζει. Και πού να τραγουδήσεις;
Τραγούδα επί τόπου!”
Οι σημειώσεις μου τους έκαναν να γελάσουν. Εξάλ-
λου, είναι λιγότερο ύποπτες όταν τις διαβάζω εγώ.»
Κι η γυναίκα παρουσιάζεται αρχετυπική ως γόνιμος αγρός με στάχυα:
«22
Ανάμεσα στους φρουρούς, ένας σκοπευτής, αυτός
που είδα τρεις φορές να χτυπάει διάνα, στα διακό-
σια, στα τριακόσια μέτρα. Απόψε, στην ανάπαυλα
των πυρών, κοιμίζει ένα παιδί. Αυτά τα ίδια δάχτυλα
πάνω στα παιδικά μαλλιά, αυτό το ίδιο βλέμμα προς
το παραδομένο χαμόγελο. Το ίδιο αίμα μέσα στο αντι-
φέγγισμα του κανονιού.
Δεν μπορώ να τον ρωτήσω με ποιον τρόπο έρχεται
το πνεύμα των βλημάτων,
Αυτός με ρωτά αν οι γυναίκες στο Παρίσι είναι
πραγματικά τόσο όμορφες όσο λένε, σα στάχυα τρυ-
φερά. Κάνει την κίνηση σα να θωπεύει, πράγμα που
μ’ ενοχλεί, μα είναι για να περιγράψει έναν αγρό με
στάχυα.
Τα τρυφερά στάχυα, τα ευεργετήματα, θυσιασμέ-
να. Το πνεύμα των βλημάτων καταβροχθίζει ανελέη-
τα τα πάντα. Εκείνους κι εμάς.
Το πνεύμα των βλημάτων μπορεί να κυριεύσει κι
εμένα.
Ένας φρουρός».
Ο Θάνατος:
«23
Το πένθος. Η αθανασία. Οι νεκροί περπατάνε μαζί
μας, πίνουν απ’ το μπουκάλι μας.
O θάνατος είναι τόσο καθημερινός, τραγουδάει με
τ’ άλογα και τα πουλιά, βρίσκει όμορφο ένα τοπίο αν-
θισμένο».
Η νοσταλγία της ιδιωτικής ζωής, της ασφαλούς αστικής ζωής:
«24
Πεθύμησα τα σεντόνια, τα κρεβάτια, τη σιωπή
πίσω από τα κλειστά πατζούρια, το φως πάνω στη
λευκή πετσέτα του μπάνιου».
Η Ελευθερία ως απαίτηση και δικαίωμα των ανθρώπινων οντοτήτων:
«25
Ίχνος ανάπαυλας παρόλη τη νύστα.
Χαλύβδωση. Εργαλεία θανάτου για την επαύριο.
Ποιος είναι εκεί; Από ποια πλευρά;
Δίνουν στη γη τους την ανάπαυση του θανάτου
τους. Γεροί σαν τον βράχο. Συλλαμβάνω όλη αυτή
την αίσθηση. Η μέθοδος της ειρήνης.
Μου ζητούν να συρθώ με το τουφέκι, η μπούκα του
κανονιού στραμμένη στον σβέρκο μου. Με τι και γιατί
μισούν; Τα κόκαλά μου θέλουν να πουν ψέματα.
Περπατάμε στη σιωπή. Παντού η ελευθερία: στα
δέντρα, στα λιβάδια, στα μάτια. Η ίδια ελευθερία,
όπως αυτή των ειρηνικών πόλεων, μπερδεύεται ανά-
μεσά μας, υφαίνει τις ζωές μας μεταξύ τους. Περπα-
τάμε σαν τα πιτσιρίκια των ειρηνικών πόλεων».
Ο έρωτας κι ο πόλεμος απαιτούν γενναιότητα, αυταπάρνηση, αψηφισιά του κινδύνου, βουτιά στο φιλοσοφικό κενό, στα βαθιά νερά της ύπαρξης, στον ορυμαγδό των πόθων, στον κουρνιαχτό της επιθυμίας, στην ανάπαυλα των αισθήσεων ανάμεσα σε ένα χάδι και σ’ έναν πυροβολισμό. Σωτηρία δεν υπάρχει.
«27
Λούζεσαι στο αίμα σου. Το χώμα σε υποδέχεται και
σε αγνοεί, ρουφάει το αίμα σου. Κι εμείς κοκαλωμέ-
νοι, άναυδοι. Αδύνατο να σε βοηθήσουμε. Εμείς κα-
λυμμένοι, εσύ ψυχορραγώντας στον ήλιο των κρυμ-
μένων σκοπευτών.
Μακελειό. Καμία κίνηση. Από πού ήρθε αυτή η
βολή;
Οι λέξεις έξω φρενών, σβήνονται κατά εκατοντάδες
από το λεξικό. Μένει μόνο μία λέξη, η ίδια σε κάθε
σελίδα, δυσνόητη, ανείπωτη. Στόχος. Ήξεραν πώς δεν
θα μπορούσες να συρθείς προς τα πίσω. Εύστοχο.
Ο Θεός ίσως;
Το στόμα σου που μιλούσε πριν λίγο. Αυτή τη φορά
το λέω: φοβάμαι να το σκάσω σαν κότα. Χθες, πάνω
στο οροπέδιο, με θέα στην κοιλάδα, νόμιζα πως έβλεπα
όλα μας τα κρεμνά, αυτά όπου ρίχνεται ο άνθρωπος
μέσα στα βάσανα, με την ίδια ορμή όπως στον έρωτα.
Με την ίδια ορμή. Μα δεν έβλεπα τίποτα. Εαυτός μό-
νος. Τρομαχτικό παιχνίδι των λέξεων: Αυτοκτόνος.
Σταματήστε τα όλα.»
Μόνο καταφύγιο η γραφή. Κιβωτός της μνήμης, σωτηρία των αισθήσεων, αναπαμός και βάλσαμο στις πληγές. Η γραφή μόνη όαση στην έρημο της ύπαρξης:
«28
“Έρημος μέσα στο μυαλό, έρημος μες στα χρόνια,
έρημος μες στις προσευχές, βήμα το βήμα. Βήμα το
βήμα από παιδιά μέχρι εδώ. Ασύλληπτο.
Κι όμως πιθανό. Εδώ είμαστε.
Το μόνο που απομένει, τα ζωντανά μας σχήματα κι
ο έρωτας. Ελευθερία. Δυστυχία.”
Οι σημειώσεις μου τους έκαναν πάλι να γελάσουν,
μεταφρασμένες κατά προσέγγιση και διαβασμένες στ’
αγγλικά: “good, good, thank you”.
Γνώρισαν την ειρήνη μέσα σ’ αυτή την κοιλάδα,
είδαν την ειρήνη, περπάτησαν μέσα στην ειρήνη,
ήπιαν νερό καθάριο από τα πηγάδια αυτών των χω-
ριών που τώρα ισοπεδώθηκαν.
Είμαι ένας ξένος. Είμαστε ξένοι; Με παρασύρουν
στο δίκιο τους;
Για πρώτη φορά μου έρχονται δάκρυα. Επειδή
άκουσαν αυτές τις ύποπτες σημειώσεις
29
Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια όπως πριν, μονολογώ.
Ξέρω όμως ότι αυταπατώμαι. Όταν θα έχω ζήσει μή-
νες σπίτι μου, θα γράφω όπως πριν. Θα ξεχάσω τον
αιχμάλωτο, θα ξεχάσω τα σύνορα, θα ξεχάσω το τέ-
λος.
Γράφω για να μην ξεχνώ. Ακόμα κι αν η μνήμη
διώχνει τον φόβο, ακόμα κι αν ο φόβος διώχνει τη
μνήμη.
Θα θυμηθώ τα δυο κοτσύφια που βλέπαμε να κά-
θονται ανάμεσα στα πτώματα, να χοροπηδούν. Μετά
ένα σκύλο που ζύγωνε με βήματα αργά. Περιπλάνη-
ση. Κάποιος τράβηξε στον αέρα μόνο και μόνο για να
φοβίσει τα ζώα, και ν’ αφήσουν ήσυχο το χωριό.
Ονειρεύομαι τις εποποιίες, μόνη δυνατή λογοτε-
χνία εδώ.
Κανείς δε σταμάτησε το περιστέρι που ξανάπιανε
το γουργουρητό του. Κι η πρωινή δροσιά περιέχει
επίσης ηρωισμό.
Λύτρωση».
“Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;”. Ο περίφημος στίχος του Καβάφη παραφράζεται εδώ: “και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τον πόλεμο;”
«30
Μέσα σε δύο μέρες, ίσως τρεις, θα έχουμε φτάσει,
εκτός κι αν προκύψουν μάχες, καμιά επίθεση, καμιά
κανονιά.
Μου είπαν, “soon you’ll sleep in a bed”, σε λίγο θα
κοιμάσαι σε κρεβάτι.
Ντράπηκα γι’ αυτά τα σεντόνια που είχα επιθυ-
μήσει.
Σκέφτηκα με νοσταλγία “και τώρα τι θα γίνουμε
χωρίς τον πόλεμο”.»
Η διήγηση μεταμορφώνει και μεταπλάθει το αποτρόπαιο μετουσιώνοντάς το σε εφικτό εύθικτο ανακυκλώσιμο βίωμα μιας ευαίσθητης κεραίας-ψυχής:
«31
Αύριο φτάνουμε. Διόλου λυτρωμένος.
Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να σωπάσω, διαφο-
ρετικά θα τ’ αλλάξω όλα. Ξέρω ότι θα μεταμορφώσω τα
πάντα αν διηγηθώ. Τώρα πιστεύω πως ο πόλεμος είναι
αναγκαίος. Ξέρω ότι δεν θα με πιστέψουν. Ξέρω πως
είναι απαράδεκτο. Όχι, αυτό δεν είμαι εγώ».
“Οι άνθρωποι που είναι για εμάς χαμένοι σαν τους πεθαμένους” του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή γίνονται εδώ βλέμματα που συναντιούνται προσωρινά σε έναν συμβολικό σταθμό τραίνου, όπου οι τροχιές των υπάρξεων τέμνονται για μια στιγμή για να χωρίσουν αμέσως μετά και να καταστούν για πάντα ασύμβατες. Ο έρωτας κι ο θάνατος, η απόσταση κι η απουσία, ο πόνος στην καρδιά κι ο σφάχτης στην ψυχή, η μαχαιριά που δε λέει να γιάνει, αφού η λεπίδα θρυμματίστηκε κι έμεινε για πάντα να σκουριάζει στη χαίνουσα πληγή:
«32
Τα πρόσωπα μ’ ενθαρρύνουν να τα εγκαταλείψω.
Δεν ξέρω να το κάνω. θα διασχίσω αυτόν τον αόρα-
το τοίχο που χωρίζει τον πόλεμο από την ειρήνη. Σε
λίγο δεν θα χρειάζεται πια να σέρνομαι.
Χωρίς το βάρος του τουφεκιού. Σαν ακρωτηρια-
σμένος.
Με το βλέμμα του αιχμαλώτου μέσα μου. θα ήμα-
σταν κι οι δυο εδώ.
Με τη σιωπή του. Άγνωστο πού.
Γυρεύω βλέμματα, στη διαχωριστική γραμμή που
ξεχωρίζει τους ζωντανούς, στον καλπασμό ελεύθερων
αλόγων.
Δεν θα ξανανταμώσουμε πια.
Αυτή η σιωπή, όταν κάποιος πεθαίνει».
Κι ο Χρόνος παγωμένος στο ειδεχθές για πάντα. Το τερατώδες και το ασύλληπτο πυρπολούν τη μνήμη με τον καταιγισμό ενός πόθου λησμονιάς που καμία άνοια δεν μπορεί να σβήσει:
«33
Η αυγή μέσα στο τζάμι του τραίνου. Οι μορφές
επανέρχονται. Δεν ξέρω ποιος θα επιζήσει. Ποιος
επιζεί.
Μετά
Θυμάμαι το τρεχαλητό αυτής της γυναίκας, αναμ-
μένη λαμπάδα, σαν κυνηγημένη από ένα μελισσολόι,
αποτελειωμένη απ’ τη ριπή που έριξαν από κάποιο
παράθυρο. Που δεν μπορούσε πια τίποτα να κάνει,
τίποτα να είναι.
Ας γινόταν να σταματήσει το τρεχαλητό της, να
σβήσει η φωτιά, το πρόσωπό της να γαληνέψει. Τόσες
φορές πεθαμένη, κάθε φορά πεθαμένη.
Αυτό συμβαίνει
ετούτη τη στιγμή».
Με το δυνατό του αυτό έργο, ο Ζαν Φιλίπ Καρλό εντάσσεται στη μεγάλη χορεία των πολεμιστών του Φωτός (για να θυμηθούμε τον Πάολο Κοέλιο) ή των εργατών του Φωτός (για να είμαστε πιο σεμνοί, σαν τον Μαχάτμα Γκάντι). Πίσω από τη Μάσκα του Κακού, που σαρώνει τα πάντα σε εποχές πολέμου και διεθνών συρράξεων, φέγγει εκτυφλωτικό το Φως της παράδοσης στον Πανάγαθο Δημιουργό, τη σπίθα του οποίου κουβαλάμε περήφανα μέσα μας. “Η πορεία” οδηγεί στη Λύτρωση και στην αποφυγή μελλοντικών πολέμων, αφού το συλλογικό ασυνείδητο αποκτά συν τω χρόνω αντισώματα στο ερεβώδες απάνθρωπο έγκλημα κατά της Ειρήνης και της Ελευθερίας.
info:
Ζαν Φιλίπ Καρλό
Γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου του 1954 στην πόλη Μακόν της Γαλλίας.
Η «Πορεία» δημιουργήθηκε τον Απρίλιο του 2011 στο θέατρο Le Picolo(Saint-Quen- Paris)
Δημοσιεύσεις:
«Η Χαρά για 2 φωνές» (αφήγημα εικονογραφημένο από την Stephanie Buttay), Ιούλιος 2010
«Ιθάκες» (Livre Pauvre), σε συνεργασία με τον Jean-Michel Marchetti, Νοέμβριος 2009
Συμμετοχή στην ανθολογία «Ο κόσμος σου είναι ο δικός μου» (Castor Astral), Ιούνιος 2009
Συμμετοχή στο συλλογικό έργο «111 Βουές των Πόλεων», σε σύλληψη και πραγμάτωση της Bernadette Griot (CERTU),Οκτώβριος 2004
«θα ήθελα να συνεχίσω», ποίημα δημοσιευμένο στο νούμερο 21 της επιθεώρησης Liaison, Μάιος 2001
Με αφορμή το κείμενο έγραψαν μουσική οι:
Απόστολος Καλτσάς και
Κώστας Παρίσσης
με τη Φωνή του Ζαν Φιλίπ Καρλό