Μια σιωπή από χιλιάδες κραυγές καμωμένη

Στον πυθμένα του βρόντου  και του θορύβου που έχει χάσει τη λευκότητά του (ο ήχος της πόλης δεν πλάθεται από όμοιες συχνότητες και από συστοιχίες κοινών εντάσεων), υπάρχει μια σιωπή που θρυμματίζει. Είναι μια σιωπή μεταιχμιακή, παλίνδρομη• είναι μια επικίνδυνη σιωπή στην οποία πέφτεις δίχως δυνατότητα βούλησης.

Ο ήχος της πόλης είναι μια σιωπή κυκλωτική, σαν και αυτή που περιβάλλει τον ήρωα του μυθιστορήματος «Η πόλη και η σιωπή», Αργύρη Τρίκορφο. Είναι η σιγή πριν από την καταιγίδα. Η ηλεκτρική δόνηση πριν από τον σεισμό, το βίαιο κορφολόγημα της ανάσας πριν βγει ένας λυγμός: εκεί ο θόρυβος ενώνεται με τη σιωπή και φτιάχνει μια σπηλαιώδη κραυγή.

Έχοντας βιώσει στο έπακρο την ευμάρεια και την ευταξία της εποχής των παχιών αγελάδων, ο Αργύρης Τρίκορφος πέφτει σε ένα πηγάδι ανέχειας. Από βιομήχανος κουμπιών και συμβατικά ευτυχής σύζυγος και πατέρας, βλέπει το κάστρο της ζωής του να γκρεμίζεται ωσάν πύργος στην άμμο. Χάνει τα πάντα, βλέπει τη ζωή του να παίρνει μια κλειστή στροφή δίχως φρένα. Η περιουσία του γίνεται φύλλο και φτερό, τα χρέη τον πνίγουν, η οικογένειά του φυλλορροεί, η καλομαθημένη γυναίκα του αναγκάζεται να περιπέσει σε μια ταπεινή θέση (δουλεύει στο σουβλατζίδικο ενός φίλου που ακόμα… κρατιέται), οι φίλοι του απομακρύνονται, θλίβονται, βιώνουν και οι ίδιοι –με δραματικούς τόνους- την απίσχνανση των ημερών τους.

Τριγύρω η πόλη, βαθμηδόν, μετατρέπεται σε ένα άτακτο ρημαδιό: διαδηλώσεις, έχθρα, μοριακή αντιπαλότητα• το κιαροσκούρο της οικονομικής κρίσης έρχεται να βάψει τα κτίρια και τους ανθρώπους.

Τραγική ειρωνεία; Ευμένεια της τύχης; Ή, μήπως, δοκιμασία πριν από το τελικό… ξεκαθάρισμα; Μέσα στο ταξί όπου δουλεύει, πλέον, ο Τρίκορφος για να τα φέρει βόλτα, βρίσκει ένα τσαντάκι που περιέχει 350.000 ευρώ. Ήτοι: ένα απρόσμενο διαβατήριο που θα τον επαναφέρει στη χώρα των δυνατών.

Φευ, ο κλονισμός του είναι ισχυρότερος από την ξέφρενη χαρά. Είτε υπό το βάρος ηθικών διλημμάτων, είτε από μια σπερματική ροπή προς τον αλτρουισμό, παραδίδει τα χρήματα στην αστυνομία.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ήταν ένα παράδειγμα προς μίμηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται ο αποδιοπομπαίος της κοινωνίας, ο δακτυλοδεικτούμενος. Η καθημερινότητα ραπίζει τις πράξεις του. Η γυναίκα του τον απατάει, η κόρη του αφήνει τον μέχρι πρότινος καταπιεσμένο θυμό της να ρεύσει ακατάσχετος από μέσα της, ο κοντινός του φίλος αυτοκτονεί λόγω χρεών, οι συνάδελφοί του τον βλέπουν με σκεπτικισμό, οι τοκογλύφοι τον πιέζουν, τα δαιμόνια (δαιμονικά) ΜΜΕ εκμεταλλεύονται την περίπτωσή του, ακόμα και οι αστυνομικοί που παραλαμβάνουν τα χρήματα τον λοιδορούν για την αφέλειά του. Τίποτα δεν μένει ανέπαφο στο μυθιστόρημα του Τζαμιώτη, τίποτα δεν γλιτώνει από το ξεθεμελίωμα της κοινωνικής γραμμής άμυνας. Μια κοινωνία που νοσεί βαθιά, δεν μπορεί να αντέξει την ύπαρξη ενός  «υγιούς» μέλους της. Αν δεν καταφέρει να το καταστρέψει, σίγουρα θα το οδηγήσει στο περιθώριο• στον πάτο της πυραμίδας.

Ο Τρίκορφος βιώνει την αποξένωση και τον αποκλεισμό με μια στωικότητα συγκλονιστική. Στρέφει τα μάγουλα, το σώμα, το βλέμμα, όλη του την αύρα για να δεχθεί κι άλλα χαστούκια. Υπομένει γιατί πάντα κάποιος θα υπομένει, μέχρι οι άλλοι να κατανοήσουν το λάθος και να αποχωρήσουν ντροπιασμένοι από τη ζούγκλα που έφτιαξαν. Δεν πτοείται ακόμα και όταν διαπιστώνει πως τα χρήματα που βρήκε και παρέδωσε έχουν άνομο προορισμό: μήτε σπάει μέσα του, ούτε το μετανιώνει.

Δεν είναι εύκολο να γράφεις ένα μυθιστόρημα για γεγονότα που μετουσιώνονται σε πράξη, στον ίδιο χρόνο. Να μετατρέπεις, δηλαδή, τη λογοτεχνία σε τρέχον σχόλιο. Εμπεριέχει μέγιστους κινδύνους, ο μεγαλύτερος όλων να μετατρέψεις τον πεζογραφικό λόγο σε δραματοποιημένη δημοσιογραφία.

Ο Τζαμιώτης πλάθει έναν αρχετυπικό ήρωα και το σώζει. Στοχάζεται πάνω από τα ερείπια, βλέπει μακροσκοπικά την πόλη να ρημάζει, τα φώτα της να θαμπώνουν, τα πρόσωπα των ανθρώπων της να τα λιμάρει ο τρόμος της επόμενης ημέρας. Το μυθιστόρημά του είναι ένα σχόλιο, ψύχραιμο τις περισσότερες στιγμές, πάνω στην ερήμωση, στον κοινωνικό κανιβαλισμό, στο αδιέξοδο της βιωτής, αλλά και στο ελάχιστο (αλλά λαμπρό) φως που φέγγει σε κάθε άνθρωπο• σε όσους… Τρίκορφους έχουν απομείνει στην Ελλάδα της κρίσης.
Η ύστατη σκηνή του μυθιστορήματος ξεπλένει αφήνοντας στάμπες. Είναι μια μορφή κάθαρσης με προβολή στο μέλλον, σαν μέρος ενός ζωγραφικού πίνακα που έχει δεχθεί πάμπολλες και ανεπανόρθωτες ζημιές από την πόλη, τη σιωπή της και τη σκόνη που όλους μας περιβάλλει.