Ούτε η φήμη του Ατίκ Ραχίμι, ούτε η παγκόσμια αποδοχή του βιβλίου με τίτλο «Η πέτρα της υπομονής» είναι τυχαία γεγονότα. Αντιθέτως, ο συγγραφέας και το έργο του καταλαμβάνουν επάξια μια ξέχωρη θέση στο στερέωμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας μέσα από την εκλεκτή και πρωτότυπη προσέγγισή τους σε ό,τι παρουσιάζουν. Το έργο εξάλλου είναι πάντα ο καθρέφτης του δημιουργού. Της ψυχοσύνθεσής του. Του χαρακτήρα του. Της ακεραιότητας ή μη που τον κατέχει. Και ο Ατίκ Ραχίμι αποδεικνύει με αυτό το βιβλίο πως διαθέτει εκείνο το είδος του μυαλού το οποίο ξέρει τον τρόπο να διεισδύει σε αλήθειες άβατες για τους πολλούς, τους άτολμους ή αδαείς, ξεπερνώντας τα όρια της εθνικής του κουλτούρας, δραπετεύοντας απ’ τους κανόνες που επιβάλλει στους ανθρώπους η γεωγραφία του τόπου τους.

Χρησιμοποιώντας για αφετηρία τον περσικό μύθο για την πέτρα της υπομονής, ο οποίος αναφέρει πως υπάρχει μια πέτρα που τη στήνεις αντίκρυ σου και της λες τα βάσανά σου ώσπου φουσκώνει, σκάζει και σου χαρίζει τη λύτρωση απ’ τα δεινά που σε κάνουν να υποφέρεις, ο Ραχίμι πετυχαίνει το ακατόρθωτο, να μετατρέψει την πραγματικότητα σε αλληγορία, φιλοτεχνώντας έναν αυθυπόστατο δικό του μύθο με επιμύθιο τα δεινά των γυναικών της Ανατολής σε μια εποχή που οι γυναίκες της Δύσης  θεωρούν καταπίεση και προσβολή ένα σφύριγμα θαυμασμού στον δρόμο.

Το σκηνικό του έργου, δοσμένο με οικονομία, ακρίβεια και γλαφυρότητα, είναι εσωτερικά ένα φτωχικό σπίτι με τη φωτογραφία ενός άντρα στον τοίχο και δυο χαντζάρες κρεμασμένες από καρφιά, ενώ ένας ακίνητος κατάκοιτος άντρας, ένας ετοιμοθάνατος πολεμιστής της Τζιχάντ, μονοπωλεί το ενδιαφέρον της κουρασμένης γυναίκας του. Εξωτερικά ο συγγραφέας περιγράφει με ιδιαίτερη έμφαση τον πόλεμο που μαίνεται, περιχαρακώνοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα της γυναίκας μες στον στενό ορίζοντα ενός ενδεχόμενου δικού της θανάτου.  Γι’ αυτό και θα τολμήσει να μιλήσει. Να βγάλει από μέσα της το φαρμάκι του παράπονου, του μίσους, της πίκρας που της βαραίνουν την ψυχή για το αρσενικό που της διάλεξαν να τη συντροφεύει σε μια ζωή εν τέλει μοναχική και ασυντρόφευτη.

Σ’ αυτό το σκηνικό της εκνευριστικής στο εσωτερικό του σπιτιού ησυχίας που τη διακόπτει πότε πότε το κλάμα ενός μικρού κοριτσιού και ο ήχος ενός κομπολογιού που ξεκουκίζει η γυναίκα μετρώντας τις ενενήντα εννέα του χάντρες και ψιθυρίζοντας ένα απ’ τα πολλά ονόματα του θεού της, Αλ Καχάρ, προστίθεται το αίσθημα της απόγνωσης, της μονότονης επανάληψης της ίδιας εκνευριστικής προσευχής για δεκάξι μέρες στη σειρά και της απέραντης, αδιάβατης θλίψης όχι μόνο από τη μοναξιά και απ’ τον πόλεμο αλλά και απ’ τη ζωή που δεν έζησε, όντας γυναίκα ενός ήρωα που δεν ήξερε καν να πλαγιάζει με ένα θηλυκό.

Η θλίψη για την απώλεια  του προστάτη, του αγωνιστή της Τζιχάντ που τώρα κείτεται ακίνητος σαν την πέτρα αντίκρυ της, έχοντας μόνο τη δύναμη να αναπνέει όλο κι όλο, ωχριά μπρος στη θλίψη την άλλη, την ισόβια για όσα δεν γεύτηκε, για όσα δεν έζησε τώρα που κάνει τον απολογισμό μιας ζωής που ίσως τελειώνει όπου να ’ναι έτσι όπως σφυρίζουν απέξω οι όλμοι και οι σφαίρες.

Η γυναίκα κρατά το Κοράνι και προκαλεί με θράσος τον Θεό. «Δείξε μας ότι υπάρχεις, κάνε τον να επιστρέψει στη ζωή!» θα απευθυνθεί σε Εκείνον, όπως απευθύνεται και θυμώνει και προκαλεί κάθε πιστός τους θεούς και τους δαίμονές του, όταν απογοητεύεται απ’ τα δεινά της ζωής του και ατονεί η πίστη, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στο θείο που υποτίθεται πως υπάρχει παντού, από πάντα και για πάντα.

Η σιωπή σχεδόν την τρελαίνει. Απ’ το σημείο αυτό κι έπειτα τη σκυτάλη παίρνει η ωμότητα ενός ενεστώτα που περιγράφει σχεδόν κινηματογραφικά τα στιγμιότυπα απ’ τη ζωή αυτής της γυναίκας στο παρελθόν. Την απόγνωση και τον φόβο αντικαθιστούν η οργή, ο θυμός και η συντριβή, όλα όσα μια φρόνιμη γυναίκα στα μέρη του Ραχίμι δεν ομολογεί ποτέ, ακόμη κι αν υποστεί βασανιστήρια.

Ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία μέσα απ’ αυτή την εξομολόγηση να καυτηριάσει όλες τις προκαταλήψεις, τα κοινωνικά κατασκευάσματα και τα στερεότυπα που καταδικάζουν τις γυναίκες στη σκλαβιά και την αποκτήνωση στο Αφγανιστάν, καταδεικνύοντας πως σε καμιά περίπτωση η λογοτεχνία του δεν αντιπροσωπεύει τον όρο «εθνική λογοτεχνία» αλλά αποτελεί μια οικουμενική λογοτεχνική προσέγγιση.

Το έργο του είναι απαλλαγμένο από κάθε στοιχείο εθνικισμού, αποτελώντας ίσως μια ηχηρή κραυγή διαμαρτυρίας για τις ανείπωτα επώδυνες αξίες που συνεχίζει να ενστερνίζεται η κοινωνία του τόπου του.  Καταφέρνοντας να εποπτεύσει ετούτες τις συνήθειες και ιδέες έξω απ’ τα όρια της εθνικής κουλτούρας και ακόμη έξω απ’ τα όρια που του θέτει το φύλο του και η γαλούχηση που λογικά και ο ίδιος είχε δεχτεί, ο Ατίκ Ραχίμι με αυτό το βιβλίο προβαίνει σε μια βαθιά διαμαρτυρία και σε μια βαθιά κοινωνική τομή θέτοντας τη λογοτεχνία  του στη μάχη για την εξίσωση των δύο φύλων σε ένα σημείο του χάρτη όπου πέρα απ’ τον πόλεμο των αντρών–γέννημα της πολιτικής, συντελείται ακόμη ο αθέατος πόλεμος των φύλων, γέννημα ομοίως μιας άλλης πολιτικής όπου το θηλυκό τρέφεται από το βουβό του μίσος για τον τύραννο-άντρα και τη μισερή κοινωνία που το υποτιμά και το ταπεινώνει.

Ο φόβος, το Κοράνι, η προκατάληψη με προπέτασμα τη θρησκεία, το αδαές, αιμοχαρές, αδιάφορο αρσενικό, ο αναζητούμενος, ανεκπλήρωτος έρωτας, το αίμα σε κάθε κυριολεκτική και μεταφορική σημασία του, αποτελούν τα κυρίαρχα στοιχεία και τις βασικές υφάνσεις της δομής αυτού του έξοχου κειμένου που διαβάζεται απνευστί έτσι όπως είναι γραμμένο με μικρές, κοφτές όλο ουσία προτάσεις και μια εικονοπλασία σχεδόν κινηματογραφική και συναρπαστική, ακόμη και για τον πιο δύστροπο αναγνώστη.

Το τέλος, ομολογουμένως, συγκλονίζει! Είναι τόσο αναμενόμενο όσο η Ανατολή και η Δύση του ήλιου και τόσο πρωτότυπο όσο μόνο ένα δημιουργικό μυαλό σαν του Ατίκ Ραχίμι θα μπορούσε να επινοήσει, δίνοντας  μια γερή γροθιά στο στομάχι κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. Διαβάστε το!