«Διαδρομές αισθημάτων»
Ο Ζοζέφ Κεσέλ γεννήθηκε το 1898 στην Αργεντινή σε μια οικογένεια εβραίων εμιγκρέδων που μετακόμισε αργότερα στη Γαλλία. Από το 1918 άρχισε να διασχίζει τον κόσμο. Παρατηρώντας, ακούγοντας και καταγράφοντας, έγινε ένας από τους πρώτους μεγάλους ρεπόρτερ στη Journal des débats και έπειτα στη Matin. Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πήρε μέρος στην Αντίσταση. Πολυγραφότατος, έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το Νοέμβριο του 1962. Πέθανε το 1979. «Η περαστική του Σαν-Σουσί» κυκλοφόρησε το 1936. Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Jacques Rouffio το 1982, με τη Ρόμι Σνάιντερ στο ρόλο της Έλσας Βίνερ.
Ο (ανώνυμος) αφηγητής και συγγραφέας βλέπει για πρώτη φορά την περαστική του Σαν-Σουσί από το τζάμι ενός μπαρ της Μονμάρτρης. Θα την ακολουθήσει στο ξενοδοχείο της, όπου μένει με τον 12χρονο Μαξ, έναν νάνο εβραίο. Η Έλσα Βίνερ είναι γερμανίδα τραγουδίστρια της οπερέτας, πολύ γνωστή στην πατρίδα της, αλλά και κυνηγημένη από το ναζιστικό καθεστώς. Ο άνδρας της, που είναι εκδότης, κρατείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Για να στείλει χρήματα στον Μισέλ, η Έλσα εργάζεται σε διάφορα νυκτερινά κέντρα της Μονμάρτρης, φθείροντας σιγά-σιγά το σώμα της και τη νεανική, άδολη ψυχή της. Ο συγγραφέας θα συνδεθεί μαζί της φιλικά, θα γνωρίσει την πτώση της και θα παρασταθεί στο ξανασμίξιμό της με τον Μισέλ, όταν ο τελευταίος απελαύνεται στη Γαλλία. Θα αναπτύξει μια αληθινή φιλία με τον, προστάτη και προστατευόμενό της ταυτόχρονα, Μαξ, ο οποίος θα του αποκαλύψει και το τραγικό τέλος της Έλσας. Ο αφηγητής καταγράφει τη διαδρομή αυτής της σχέσης, που διαρκεί σχεδόν τρία χρόνια, στο προπολεμικό Παρίσι.
Το βιβλίο στηρίζεται στην ικανότητα του Κεσέλ να περιγράφει, όχι μόνο την εξωτερική εμφάνιση των ηρώων, αλλά και τις εκφράσεις του προσώπου και των ματιών που αποκαλύπτουν έναν διαφορετικό κόσμο. Είναι κι ο ίδιος θαμώνας των νυκτερινών κέντρων της Μονμάρτρης και φλέγεται από την ίδια επιθυμία για ζωή. Ως συγγραφέας και δημοσιογράφος, προσπαθεί να προσεγγίσει την ανθρώπινη ψυχή και να συλλάβει το νόημα της θυσίας. Η μεταφράστρια Εύη Βαγγελάτου καταφέρνει να μεταφέρει στα ελληνικά αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αφήγησης και, κυρίως, τον πλούτο των επιθέτων που μπορεί καμιά φορά να μοιάζουν παράδοξα στον ανυποψίαστο αναγνώστη.