Αλληγορικό Ευαγγέλιο

Όταν ένας συγγραφέας έχει κερδίσει δύο βραβεία Booker και ένα βραβείο Nobel, τότε η λογοτεχνική του αξία θεωρείται αποδεδειγμένη (ακόμα και αν κάποιες φορές αδυνατούμε να καταλάβουμε τα κριτήρια επιλογής των βραβευθέντων). Γιατί εδώ δεν μιλάμε για κάποιον που βραβεύθηκε μία φορά, αλλά τρεις. Και ο John Maxwell Coetzee δικαίως θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους συγγραφείς.

«Η παιδική ηλικία του Ιησού». Ήδη από τον τίτλο μπαίνουμε στα βαθιά. Παιδί, Ιησούς και μια αλληγορία-παραβολή για μια ιδιαίτερη αναγνωστική αναζήτηση.

Ο μικρός Νταβίντ φτάνει με τον Σιμόν σε μια πόλη για να ξεκινήσουν τη νέα τους ζωή και με μια βασική αποστολή: να βρουν τη μητέρα του μικρού αγοριού. Αφού εγγράφονται στα μητρώα των νεοαφιχθέντων, αναζητούν δουλειά και στέγη. Ο Σιμόν βρίσκει δουλειά ως λιμενεργάτης, μεταφέροντας στάρι για τη σίτιση της πόλης. Ο μικρός Νταβίντ τον ακολουθεί στο λιμάνι, όπου πιάνει φιλίες με τους συναδέλφους του Σιμόν. Η ευστροφία και η οξυδέρκεια του μικρού τον κάνουν αμέσως αγαπητό. Στη συνέχεια βρίσκουν και ένα μικρό διαμέρισμα, όπου στεγάζονται με τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Και η καθημερινότητα κυλάει στους ίδιους τόνους.

Μέχρι τη στιγμή που ο Σιμόν και ο Νταβίντ πηγαίνουν μια βόλτα. Εκεί θα δουν μια γυναίκα μαζί με τους δύο αδερφούς της. Αμέσως ο Σίμον αισθάνεται ότι πρόκειται για τη μητέρα του Νταβίντ. Δεν αργεί να αποκαλύψει στη γυναίκα, με το όνομα Ινές, ότι ο Νταβίντ είναι γιος της. Εκείνη ανασκουμπώνεται, το συζητά με τους αδερφούς της κι έπειτα παίρνει τον Νταβίντ υπό την κηδεμονία της, ως μητέρα του. Ο Σιμόν τούς παραχωρεί το μικρό διαμέρισμα και βρίσκει καταφύγιο στο λιμάνι. Ο χρόνος μακριά από τον Νταβίντ περνά βασανιστικά.

Και όταν έρχεται η στιγμή, ένα χρόνο μετά την άφιξή του στην πόλη, ο Νταβίντ να πάει σχολείο, όλα αλλάζουν. Διαφορετικός, ανυπάκουος και με αντίληψη εκπληκτικά διευρυμένη, αλλά και με πνεύμα ιδιόρρυθμό και ιδιοφυές, ο Νταβίντ δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην τάξη. Και τα προβλήματα για την Ινές και πολύ περισσότερο για τον Σιμόν, προκαλούν αναστάτωση, αταξία και την ανάγκη για μια λύση εξίσου δύσκολη και αναγκαία.

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε τριτοπρόσωπη αφήγηση και η δομή του είναι χωρισμένη σε κεφάλαια. Ο ενεστωτικός χρόνος λειτουργεί εξαιρετικά στην ανάγνωση, λες και τα γεγονότα της πλοκής συμβαίνουν ταυτόχρονα με το πέρασμα των σελίδων. Οι χαρακτήρες που πλάθει ο Coetzee απεικονίζονται καταπληκτικά, ζώντες εν τη αφηγήσει. Όμως εκείνο που είναι πραγματικά ιδιαίτερο είναι η σκιαγράφηση και η ιδιοσυγκρασία του Νταβίντ, κάτι που ο συγγραφέας επιτυγχάνει τέλεια, ώστε να αποδώσει την εικόνα ενός αγοριού ναι μεν διαφορετικού, αλλά παρ’ όλα αυτά παιδιού. Η γραφή, επιβλητική, με οικονομία όσο χρειάζεται, αποφεύγοντας τις πολλές περιστροφές και λεπτομέρειες, επικεντρώνεται στην ψυχή των χαρακτήρων. Επίσης, εξαιρετική είναι η συνεχής αναφορά στον «Δον Κιχώτη», μέσα όμως από τα μάτια του μικρού ήρωα, μια οπτική τρομερά ενδιαφέρουσα.

Κάθε πρόταση στο κείμενο, κάθε στιχομυθία ή ακόμα και οι σκέψεις, είναι μια εικόνα, μορφής δοθείσης εκ του αναγνώστη, και πνοής ζώσας εκ του συγγραφέως. Μια μοναδικότητα που διακρίνει τη γραφή του Coetzee είναι ότι κάθε λέξη που χρησιμοποιεί μοιάζει τόσο ζωντανή, σαν να πρόκειται να βγει από το χαρτί και να υλοποιηθεί ενώπιον του αναγνώστη. Ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό χάρισμα που κρύβει την πραγματική ουσία της λογοτεχνίας, αλλά και την τροφή του πνεύματος για όποιον επιχειρεί να ακολουθήσει τα αφηγηματικά βήματα του συγγραφέα. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί η πολύ καλή μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, που λειτουργεί άρτια κατά την ανάγνωση.

Ξεκινώντας από τον τίτλο, παίρνεις μια βαθιά ανάσα και ύστερα βυθίζεσαι στην απαράμιλλη λογοτεχνική μαεστρία του Coetzee, από την πρώτη κιόλας αράδα, έτοιμος να ρουφήξεις το μεδούλι της εξαιρετικής λογοτεχνίας, πολύ δε περισσότερο της πραγματικής ζωής. Γιατί το πολυεπίπεδο αναγνωστικό εύρος του βιβλίου ωθεί το μυαλό να σκεφτεί και λίγο παραπέρα από τα όρια του δικού του μικρόκοσμου.