Μυστικοί κήποι

Τη γραφή της Ελένης Γκίκα την αγαπώ, για το βάθος, για την εσωτερικότητα και κυρίως για τον τρόπο της να ενσωματώνει μέσα σε αυτήν «τα αόρατα», εκείνα που μόνο τα διαισθάνεσαι ή τα ψυχανεμίζεσαι, αλλά είναι και τα καθοριστικά στις ζωές τις ανθρώπινες: το μέσα τοπίο των ηρώων της, την κληρονομιά του αίματος, τις δονήσεις των τόπων, το πεπρωμένο. Κι αυτό πετρωμένο-πεπρωμένο που κουβαλάμε όλοι, αλλά και ό,τι μας δίνει ως προίκα ο τόπος όπου γεννηθήκαμε και ζήσαμε κυρίως την παιδική μας ηλικία, είναι το κεντρικό μοτίβο του νέου μυθιστορήματος που μας παραδίδει.

Τρεις γυναίκες με κοινές ρίζες από τον ίδιο τόπο, τρεις ζωές που συναντώνται σε μία κοινή χρονική στιγμή: δύο πραγματικές ιστορίες φόνων που γίνονται υλικό για την αφηγήτρια που τις καταγράφει, αφηγούμενη όμως και τη δική της ιστορία. Οι δύο «φόνισσες» είναι γιαγιά και εγγονή, αλλά δεν έχουν συναντηθεί ποτέ: στην ίδια ηλικία, στα 26 τους χρόνια, διέπραξαν μία αποτρόπαια πράξη αίματος, ηρωίδες από εκείνες στις αρχαίες τραγωδίες. Η γιαγιά για να γλιτώσει από τον άντρα-δυνάστη, η εγγονή για να εξοντώσει την αντίζηλό της, διεκδικώντας με απόλυτο τρόπο τον άντρα-δυνάστη. Ο συνδετικός τους κρίκος η αφηγήτρια, «η καταδικασμένη να εξιστορεί» όπως την ονομάζει η συγγραφέας.

Και το σκηνικό, οι κήποι: κήποι μυστικοί μόνο για τους μυημένους, μόνο για εκείνους που τους ανακαλύπτουν, κήποι της Εδέμ, κήποι της κάθαρσης και της λύτρωσης. Εκεί φυτρώνουν και θεριεύουν όλα, λουλούδια και βότανα, ομορφιά και θεραπεία, εκεί κρύβονται, με την έννοια ότι βρίσκουν ψυχικό καταφύγιο, οι ηρωίδες. Κήποι που συμπυκνώνουν τη γυναίκα μάνα-γη, τη ζωοδότρα, γι’ αυτό και έχουν την ικανότητα να ξεπλένουν το αίμα και το θανατικό.

Η Ελένη Γκίκα και στο νέο της μυθιστόρημα, δεν ξεχνά την αγάπη για την τέχνη του λόγου, ως αξία ανθρώπινη, και ενσωματώνει μέσα στο κείμενο αποσπάσματα από κλασικά έργα, όπως ο «Γυάλινος κόσμος» του Τένεσι Ουίλιαμς. Και όλα εκείνα που κάνουν τη γραφή της ξεχωριστή, υπάρχουν και εδώ, ως μοτίβα, ως σύμβολα, ως άγκυρες. Μα «Η ωραία της νύχτας» έχει κάτι παραπάνω, που προσωπικά με γοήτευσε τόσο, που δεν άφησα το βιβλίο από τα χέρια μου μέχρι να το τελειώσω: μαγεία, ξόρκια μαγικά που δένουν τις ηρωίδες με τον τόπο τους, με το πεπρωμένο του/ τους, με τη γη, με τη γυναικεία ψυχή που προσφέρει τα πάντα αλλά μπορεί και τα πάντα να αφαιρέσει.

Κι αυτή η μαγεία σε δένει και εσένα ως αναγνώστη μαζί τους, και καταφέρνει η συγγραφέας, παρά το γεγονός ότι περιγράφει ρεαλιστικά τα φονικά από τις καταγραφές του Τύπου, να σε κάνει να τις κοιτάξεις ως ανθρώπινα πλάσματα τις φόνισσες, πιο σωστά να τις πονέσεις. Όχι δεν τις δικαιολογεί, δεν τις αθωώνει, δεν λέει πως άδικα πλήρωσαν με τόσο κόστος τις πράξεις τους. Απλά τους δίνει φωνή. Τους αφαιρεί για λίγο το ανάθεμα, και τις αφήνει στις σελίδες του βιβλίου της να μιλήσουν.

Η Ελένη Γκίκα, το έχω ξαναγράψει, είναι από τις σημαντικές σύγχρονες συγγραφείς στην Ελλάδα. Σκοπίμως δεν συμπληρώνω γυναίκες συγγραφείς, δεν χρειάζεται, η συγγραφική της φωνή είναι γυναικεία με όλους τους τρόπους που μπορεί να είναι, μα είναι κυρίως φωνή ανθρώπινη, πάσχουσα αλλά και ιαματική.