Η άγρια καρδιά ενός αστεριού

Περισσότερο από μια (ακόμη) ευειδής γυναίκα της οποίας η αύρα μετέφερε σπινθηροβόλα  ρινίσματα, η Κλαρίσε Λισπέκτορ ήταν η μαγεία προσωποποιημένη. Ένα άλυτο μυστήριο που συνδύαζε την έντονη δημόσια παρουσία της (δημοσιογράφος σε περιοδικά μόδας), την εκθαμβωτική καλλονή της (ξανθιά, ψηλή, πάντα φορώντας μαύρα γυαλιά, ο λαιμός κοσμημένος με περίτεχνα κολιέ) με μια σκοτεινή χροιά μόνωσης από τον «ξένο» κόσμο. Σαν μια Αλίκη στη χώρα των σκιών και των φαντασμάτων. Αυτή η περσόνα, απότοκη ενός ταραγμένου βίου που περιλάμβανε εξορίες, αποχωρισμούς και ένα ξαφνικό τέλος, προκάλεσε και ουσιαστικά έπλεξε τον μύθο της, ο οποίος την ακολουθούσε ακόμη και μετά τον θάνατό της. Η Λισπέκτορ ήταν ντίβα και μάγισσα εν ταυτώ. Ένα μονήρες πλάσμα, βυθισμένο μέσα στις λέξεις, ζώντας με αυτές και την πολλαπλή αντήχησή τους. Η λογοτεχνική μυθολογία της δεν απείχε αρκετά από την προσωπική. Γεννημένη στην Ουκρανία, με εβραϊκές ρίζες και τελικά Βραζιλιάνα, κουβαλούσε στο αίμα της, σε ισόποσες δόσεις, τον μυστικισμό και την αλεγρία. Το πάθος της υλικότητας με τη σκιαμαχία του πνεύματος. Το όλον δημιούργησε ένα αβόλευτο πλάσμα, αλλά και μια ακατάτακτη συγγραφική προσωπικότητα. Μπορεί να μην κινήθηκε πέραν της πεζογραφίας (κι ας είχαν οι ιστορίες της μια έντονη χροιά ποίησης), εντούτοις ήταν μόλις μια εκδοχή της αυτή που ανέπτυξε. Μια εντελώς προσωπική ματιά στον μυθοπλαστικό κόσμο, στα πάθη των ηρώων της (κυρίως γυναίκες), στο ξεδίπλωμα της πλοκής. Όποιος έχει διαβάσει το σχεδόν τζοϋσικού κυματισμού μυθιστόρημα «Κοντά στην άγρια καρδιά» (εκδ. Τυπωθήτω, σε έξοχη μετάφραση της Αμαλίας Ρούβαλη), μπορεί να κατανοήσει πως η Λισπέκτορ ακολουθεί μια μεταιχμιακή οδό στη λογοτεχνία. Στα όρια του μοντερνισμού και του μεταμοντερσιμού, δεν φοβήθηκε να προκαλέσει ρήγματα, να γίνει η ίδια μέρος των πειραματισμών της, καίτοι κανένα από τα κείμενά της δεν είναι αμιγώς αυτοβιογραφικό. Το στοιχείο της ανοικείωσης δεν είναι κυρίαρχο μόνο στη ζωή της –πάντα μέσα και έξω από τα πράγματα–, αλλά και στα έργα της. Είναι σχεδόν αδύνατο να σχηματίσει κανείς άποψη για τα βιβλία της επί τη βάσει μιας λειτουργικής πρόζας ή μιας ιστορίας που συνεγείρει με τις ανατροπές ή τη δράση της. Το απόσταγμα των μυθιστορημάτων ή των διηγημάτων της Λισπέκτορ είναι τόσο εγκεφαλικό όσο και μυστικιστικό. Μια εκκεντρικότητα που δεν υπήρχε μόνο για να αυτο-αποθεωθεί, αλλά για να καταδείξει το ποικίλο βάθος που έχει η λογοτεχνία (στην πιο δραστική μορφή της) στη ζωή των ανθρώπων.

Τον Οκτώβριο του 1977, λίγο πριν από τον θάνατό της, εκδίδει τη νουβέλα «Η ώρα του αστεριού», η οποία συγκεφαλαιώνει όλες τις ιδιοτυπίες της Λισπέκτορ με τέτοια δύναμη και ενάργεια που προκαλεί αμηχανία και καταδιώκει τον αναγνώστη και τον αφηγητή συνεχώς. Τυπικά είναι η ιστορία ενός κοριτσιού χωρίς καμία ιδιότητα, της Μακκαμπέα. Μια φιγούρα αλλότροπη και αλλόκοσμη που στην πραγματικότητα δεν έχει καμία θέση στη ζωή, αλλά και καμία πνοή ζωής δεν γέρνει πάνω της. Η Λισπέκτορ είχε πει για την ηρωίδα της ότι «είναι κορίτσι τόσο φτωχό που τρώει μόνο χοτ ντογκ». Ναι, είναι ένα φτωχό κορίτσι, ένα θύμα της ζωής, μια αποσυνάγωγη που δεν βρίσκει πουθενά μια ευχάριστη επωδό, που αφήνεται στην αβίαστη κακοβουλία, που ο στεναγμός της δεν είναι εξαγνιστικός. Κι όμως, έχει μια ένθεη ζεστασιά, μια παραιτημένη συγκατάβαση για την κατάστασή της και ταυτόχρονα μιαν κάποια ελπίδα απροσδιόριστης υφής. Πιστεύει ακόμη και μια μάντισσα που της αποκαλύπτει ένα πρόσχαρο και ζωτικό μέλλον, το οποίο σύντομα καταρρέει από τη σκληρή μοίρα που την περιμένει. Ο μοναδικός έρωτας της παρθένας Μακκαμπέα, ο Ολίμπικο, δεν θα κρατήσει πολύ. Τίποτα δεν μπορεί να κρατήσει πολύ στη ζωή αυτού του στερημένου πλάσματος.

Θα μπορούσε να είναι μια ακόμη ιστορία αποκλεισμού για κάποιον απόκληρο ήρωα, όμως η Λισπέκτορ βουτάει με κοφτές ανάσες όχι μόνο στην ιστορία, αλλά στην ιστορία της ιστορίας. Ο άνδρας αφηγητής δεν είναι τίποτα άλλο από ένα προσωπείο, ένα ηθοποιός που μετέχει στο δράμα, προβάλλοντας το δικό του. Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με μια ενδοσκοπική κάμερα (την κρατάει η Λισπέκτορ ή ο αφηγητής που έχει πλάσει;) που μεταφέρεται άλλοτε στη σκηνή κι άλλοτε στα παρασκήνια. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μια παράλληλη σκόπευση: στο εσωτερικό τοπίο της ηρωίδας, αλλά και του γράφοντος. Πρόκειται για μια αυτοσυνείδητη αφήγηση όπου ο αφηγητής παραδέχεται τις σκληρές απολαύσεις, αλλά και τους βασανισμούς που προσφέρει η γραφή. Αποτυπώνει τις δικές του ενδομορφικές αδυναμίες, αλλά και τα σκοτάδια της δημιουργίας που τον περιβάλλουν. Η «Ώρα του αστεριού» είναι η ιστορία της χαμένης αθωότητας και της ανώνυμης δυστυχίας του κοριτσιού, του αφηγητή, του ανθρώπου που έπλασε όλους αυτούς. Η συγγραφέας παρατηρεί τον αφηγητή της κι αυτός με τη σειρά του τη Μακκαμπέα και κάπως έτσι κατασκευάζεται μια τριπλή αντανάκλαση στην οποία ο αναγνώστης προσπαθεί να μαντέψει ποιο είδωλο βλέπει και ποιο του κρύβεται. Στο τέλος δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να αισθανθεί λύπηση για τις λογής απώλειες της Μακκαμπέα ή για την αδυναμία του αφηγητή να συλλέξει όλα τα αναγκαία υλικά που χρειάζεται για να την πλάσει. Και κάπως έτσι η νουβέλα δομείται σε ένα κεντρικό δίπολο: στην κωμωδία της ύπαρξης και την τραγωδία της βιωτής. Δεν θυμίζει όλο αυτό αρκετά Μπέκετ; Ναι, ακόμη και ο τρόπος που η Λισπέκτορ φέρνει στην επιφάνεια την ασυμφωνία του γράφοντος με το γραφόμενο, συνιστά μια άλλη εκδοχή της αδυναμίας της ηρωίδας του να υπάρξει σε έναν ολότελα ξενικό κόσμο. Η εξαιρετική μετάφραση ανήκει στον Μάριο Χατζηπροκοπίου, ενώ η έκδοση ολοκληρώνεται με ένα άκρως αναλυτικό και καίριο επίμετρο από την Έλεν Σιξού. Προσοχή: το συγκεκριμένο βιβλίο δεν διαβάζεται, αλλά βιώνεται κλιμακωτά. Από σελίδα σε σελίδα και από τον γκρεμό της μιας λέξης στον γκρεμό μιας άλλης.