Εικονογράφηση: Χριστίνα Ζέκκου
Η Όλγα είναι έξι χρονών, θα πάει Α’ Δημοτικού και είναι η πρώτη της χρονιά στη χώρα μας. Έρχεται από μια μακρινή παγωμένη πατρίδα, δεν μαθαίνουμε ποια. Ούτε μαθαίνουμε ποια είναι η μικρή επαρχιακή πόλη στην οποία εγκαθίσταται. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε ξανθόμαλλο ξένο παιδί σε οποιαδήποτε γωνιά της Ελλάδας ή στην Αθήνα. Η ιστορία της είναι συνηθισμένη. Αντιμετωπίζει την καχυποψία των συμμαθητών της και προσπαθεί να αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια τη μοναξιά της. Αν όμως οι Όλγες του κόσμου είναι πολλές, πλήκτρα πιάνου που φαλτσάρουν και υφίστανται ταπείνωση και καταπίεση από τα άλλα πλήκτρα δεν υπάρχουν πολλά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του εκλεκτού πιάνου Zimmermann το χαμηλό Μι δε βγάζει τον σωστό ήχο. Τα άλλα πλήκτρα του κολλάνε το παρατσούκλι «Φαλτσέτος» και τον μέμφονται γιατί εξαιτίας του υφίστανται ένα σωρό ταλαιπωρίες. Μόλις ο χρήστης του πιάνου αντιληφθεί το ελαττωματικό χαμηλό Μι, φροντίζει να το πουλήσει. Ευτυχώς το χαμηλό Μι δεν είναι πολύ «βασική» νότα. Με μη απαιτητικούς χρήστες, το Zimmermann μπορεί και να τη γλιτώσει. Για να διευκολύνει τα πράγματα λοιπόν ο Φαλτσέτος, αλλά και επειδή πια έχει χάσει εντελώς την αυτοπεποίθησή του και το θάρρος του, αποφασίζει να σωπάσει. Προσπαθεί να μη βγάζει κανέναν ήχο, να μην τον πάρει είδηση κανείς. Μια ακόμη αλλαγή τόπου του πιάνου, θα του κόστιζε πια τη γενική κατακραυγή του Σολ, του Λα, του Ρε και όλων. Ιδίως του μεσαίου Ντο που, επειδή το επισκέπτονταν πολύ συχνά μικροί μεγάλοι πιανίστες, το έχει πάρει απάνω του και το παίζει Ξερόλας.
Η Όλγα έχει έναν σύμμαχο στη μοναχική σχολική ζωή της: τον δάσκαλο της τάξης, τον κύριο Φώτη, που φροντίζει με σύγχρονες παιδαγωγικές μεθόδους να κάνει την ομάδα να «δέσει» και να εντάξει την Όλγα. Πολύ σωστά δείχνει η συγγραφέας ότι δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Τα παιδιά είναι σκληρά και τους παίρνει χρόνο να αποδεχτούν τον διαφορετικό. Η Όλγα έχει κι άλλο σύμμαχο, τη μουσική. Αγαπά τη μουσική, τραγουδά όμορφα και θέλει να μάθει πιάνο. Οι γονείς της, που κάνουν τα πάντα για να απαλύνουν τη θλίψη της, θα τη γράψουν στο Ωδείο. Όπου καταφτάνει …το Zimmermann. Τι θα γίνει όταν τα δάχτυλα της Όλγας, που μαθαίνει γρήγορα και εξελίσσεται σε απαιτητική μουσικό, συναντήσουν τον Φαλτσέτο; Θα τον καταγγείλει στην αυστηρή ιδιοκτήτρια του Ωδείου; Δυο κατηγορίες ανθρώπων ξέρουν να μιλάνε με τα άψυχα: τα παιδιά και όσοι δίνουν την ψυχή τους, όσοι πονάνε τα πράγματα που φτιάχνουν και επισκευάζουν. Η Όλγα και ο χορδιστής πιάνων του Ωδείου, ο Ορέστης, μπορούν να μιλάνε με τα πλήκτρα. Το απόθεμα αγάπης που διαθέτουν θα δείξει τον δρόμο για να περάσει ο καταπιεσμένος από την αλαλία στην ομιλία. Η δικτατορία του Ξερόλα και των ομοίων του δεν είναι ανίκητη.
Μια καλογραμμένη ιστορία για ένα θέμα που δυστυχώς παραμένει επίκαιρο. Ο ρατσισμός, σε όλες του τις μορφές, είναι παρών. Ακόμη κι εκεί που δεν το υποψιαζόμαστε.
Οι χαριτωμένες ζωγραφιές της Χριστίνας Ζέκκου δίνουν ανάλαφρο και χιουμοριστικό τόνο στο βιβλίο.
Η Τζένη Θεοφανοπούλου είναι καθηγήτρια μουσικής. Έχει εκδώσει βιβλία μουσικοπαιδαγωγικής, ενώ ποιήματα και πεζά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικές εκδόσεις. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Χωρίς τη μαμά μου» έχει τιμηθεί με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς το 2009 και ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού-Νεανικού Λογοτεχνικού Βιβλίου.