Η σφυρηλάτηση της μνήμης
Ο άνθρωπος που επέζησε από το Ολοκαύτωμα και έγινε σπουδαίος συγγραφέας, καθηγητής και ακτιβιστής . Το 1986 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νομπέλ Ειρήνης από τη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών για την προσφορά του στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπου τον αποκάλεσαν «αγγελιαφόρο της ανθρωπότητας». Ανέπτυξε έντονη ανθρωπιστική δράση υπέρ των ομάδων που υφίστανται διώξεις λόγω της θρησκείας τους, της φυλής τους ή της εθνικής τους καταγωγής.
Ο Ελί Βιζέλ γεννήθηκε το 1928 στη μικρή πόλη Sighet στην Τρανσυλβανία. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου μαζί με την οικογένειά του και άλλους Εβραίους της περιοχής στάλθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Εκεί έχασαν τη ζωή τους οι γονείς του και η μικρή του αδελφή, η Τσιπόρα (Ιουδήθ, το επίσημο όνομά της). Αυτός και οι δύο μεγαλύτερες αδελφές του, η Χίλντα και η Μπέα, επέζησαν. Την απελευθέρωσή του ακολούθησε η εγκατάστασή του στο Παρίσι. Σπούδασε στη Σορβόννη και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Έγραψε πολλά βιβλία για τη ζωή του στα στρατόπεδα . Το 1958 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Η Νύχτα», στο οποίο αφηγείται τις εμπειρίες του από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης Άουσβιτς, Μπούνα και Μπούχενβαλντ. Πέθανε τον Ιούλιο του 2016.
Στον πρόλογο του συγγραφέα ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αν σε όλη μου τη ζωή έπρεπε να γράψω μόνο ένα βιβλίο, αυτό θα ήταν ο ανά χείρας τόμος» (σελ.9). Και στο τέλος του προλόγου ψάχνοντας να βρει το λόγο που έγραψε αυτό το αυτοβιογραφικό βιβλίο σημειώνει: «Για τον άνθρωπο που επέζησε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και θέλει να καταθέσει τη μαρτυρία του, το πρόβλημα είναι απλό: χρέος του είναι να την καταθέσει τόσο για τους νεκρούς όσο και για τους ζωντανούς και, κυρίως, για τις επερχόμενες γενιές, από τις οποίες δεν έχουμε δικαίωμα να στερήσουμε ένα παρελθόν που ανήκει στην κοινή, συλλογική μνήμη. Η λήθη θα ήταν μια επικίνδυνη ύβρις» (σελ. 20).
Τον Πρόλογο αυτό ακολουθεί ένας δεύτερος Πρόλογος που συνέταξε ο Φρανσουά Μοριάκ (1885-1970), ο οποίος θεωρείται από πολλούς ο μεγαλύτερος Γάλλος μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα μετά τον Μαρσέλ Προυστ. Αφορμή για τη γνωριμία τους στάθηκε η συνέντευξη που πήρε ο Ελί Βιζέλ από τον Φρανσουά Μοριάκ. Ο Φρανσουά Μοριάκ, που με πόνο τον άκουγε να περιγράφει τα τραγικά γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, κλείνει τον πρόλογο του βιβλίου με τα εξής λόγια:
«Κι εγώ που πιστεύω πως ο Θεός είναι αγάπη, τι απάντηση μπορούσα να δώσω στον νεαρό συνομιλητή μου…; Τι να του πω; Να του μιλήσω για εκείνον τον Ισραηλίτη, τον αδερφό του, που μπορεί να του έμοιαζε κιόλας, για κείνον τον Εσταυρωμένο που ο σταυρός του νίκησε τον κόσμο; Να τον διαβεβαιώσω πως αυτό που για κείνον ήταν η λυδία λίθος, για μένα είχε γίνει ο ακρογωνιαίος λίθος όλου του οικοδομήματος και πως η αναλογία ανάμεσα στο σταυρό του μαρτυρίου και τις δοκιμασίες των ανθρώπων είναι, κατά τη γνώμη μου, το κλειδί αυτού του ανεξιχνίαστου μυστηρίου μέσα στο οποίο χάθηκε η παιδική του πίστη;… Όλα είναι Χάρις. Αν ο Άχρονος Θεός είναι Άχρονος Θεός, τότε η τελευταία λέξη για τον καθένα από εμάς του ανήκει. Αυτά θα έπρεπε να πω σ’ εκείνο το εβραιόπουλο. Μα το μόνο που κατάφερα να κάνω ήταν να τον αγκαλιάσω και να τον φιλήσω κλαίγοντας».
Μια συνταρακτική μαρτυρία από τα στρατόπεδα του θανάτου στα οποία οδηγήθηκε ο συγγραφέας σε ηλικία 16 ετών. Για πρώτη φορά έσπαγε κάποιος την παγκόσμια σιωπή και μιλούσε ευθέως για το μεγαλύτερο έγκλημα της ανθρωπότητας. «Η Νύχτα» εγκαινίασε την αποκαλούμενη «λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος». Σκοπός του να μη σβηστούν από τη μνήμη του ανθρώπου τα εγκλήματα αυτά.
Παρακολουθούμε την πορεία του ίδιου και της οικογένειάς του σε διάφορα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης από το Άουσβιτς έως το Μπούχενβαλντ. Πρόκειται για αυτοβιογραφικό βιβλίο. Υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν περίπου 600.000 Εβραίοι. Οι κρατούμενοι διαχωρίζονταν σε άντρες και γυναίκες και με κριτήριο την ηλικία τους ή τη δυνατότητά τους να εργαστούν κάποιοι θανατώνονταν και κάποιοι αποφασιζόταν να παραμείνουν προσωρινά ζωντανοί. Οι τελευταίοι υφίσταντο απάνθρωπα βασανιστήρια, όπως καταναγκαστική εργασία, χωρίς επαρκή τροφή, άσκηση έντονης σωματικής και λεκτικής βίας, εξευτελισμό της προσωπικότητάς τους και γενικότερα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αυτό που επικρατούσε ήταν μια διαρκής παρουσία θανάτου, απώλεια των αγαπημένων προσώπων, φρίκη που βίωσαν, αρρώστιες, υποσιτισμός .
«Εδώ βασιλεύει ο θάνατος. Δεν υπάρχει πουθενά ο Θεός. Αυτό το οδυνηρό βίωμα της απουσίας του Θεού γεννιέται στην ψυχή του μικρού Ελιέζερ την πρώτη νύχτα στο Άουσβιτς» (σελ. 189).
Το παρακάτω απόσπασμα αντιπροσωπεύει το σύνολο του έργου αυτού νοηματικά και υφολογικά:
«Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη νύχτα, την πρώτη νύχτα που πέρασα στο στρατόπεδο, που μετέτρεψε όλη μου τη ζωή σε μια μακριά, εφτασφράγιστη νύχτα.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο τον καπνό.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα προσωπάκια των παιδιών που ’χα δει τα κορμάκια τους να μετατρέπονται σε τολύπες καπνού κάτω από το βουβό γαλάζιο τ’ ουρανού.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνες τις φλόγες που έκαψαν για πάντα την πίστη μου.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη σιωπή εκείνης της νύχτας, που μου στέρησε για πάντα την επιθυμία για ζωή.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνες τις στιγμές που σκότωσαν τον Θεό μου, την ψυχή μου και τα όνειρά μου, τα οποία πήραν την όψη της ερήμου.
Ποτέ δεν θα τα ξεχάσω όλα αυτά, ακόμα κι αν με καταδίκαζαν να ζήσω όσους αιώνες ζει και ο Θεός. Ποτέ» (σελ.190).