Κείμενο γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο. Η συγγραφέας, σε απόλυτη ηλικιακή ταύτιση με τη μικρή ηρωίδα της, αφηγείται με λιτό και άμεσο τρόπο μια μικρή αλλά δυνατή ιστορία, η οποία αναφέρεται στο συναισθηματικό δέσιμο των παιδιών με τον άνθρωπο που αναλαμβάνει τη φροντίδα τους όταν οι γονείς τους εργάζονται. Η νταντά της ιστορίας αντικαθιστά τη μητέρα της μικρής αποτελεσματικά και καταλαμβάνει επάξια στην καρδιά της μία θέση δίπλα στους γονείς της. Ο μοιραίος αποχωρισμός (η νταντά παντρεύεται) προκαλεί πόνο στο νήπιο, αλλά η συγγραφέας βρίσκει έναν φυσικό τρόπο για να απαλύνει το αναπόφευκτο τραύμα. Η ζωή δεν είναι ρόδινη και οι μικροί αναγνώστες πρέπει από πολύ νωρίς να ασκούνται ψυχολογικά για τα δύσκολα μονοπάτια της.
«Πλησιάζει η άνοιξη και η Νόρα πρέπει να φύγει. Θα γυρίσει στη χώρα της για να παντρευτεί. Η μαμά μου λέει πως θα έρθει μια άλλη νταντά, το ίδιο καλή. Δε θα είναι όμως η Νόρα. Όπως η μαμά μου είναι μοναδική, είναι η δική μου μαμά, έτσι και η Νόρα είναι μοναδική. Είναι η δική μου νταντά.»(σελ. 22)