«θα ‘λεγε κανείς ότι επιστρέφω σπίτι μου,

αλλά σπίτι μου δεν είναι. Ίσως γιατί δεν υπάρχει σπίτι μου.

Ή, ακριβέστερα, γιατί νιώθω πιο πολύ στο σπίτι μου, κάπου που είναι

σαν στο σπίτι μου, όταν δεν είμαι σπίτι μου. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;» (σελ. 23)

Όταν οι φιλόσοφοι διασχίζουν το αόρατο τείχος που τους χωρίζει από την ιδιωτική τους ζωή, μας προσφέρουν μερικές εξαιρετικές εμπειρίες ανάγνωσης, όπως στην προκειμένη περίπτωση συμβαίνει με το βιβλίο «Η Νοσταλγία» της Μπαρμπαρά Κασσέν. Η τελευταία είναι φιλόσοφος, ελληνίστρια φιλόλογος, δημοσιογράφος, λογοτέχνις και μεταφράστρια. Επίσης, ως διευθύντρια ερευνών στο γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, ειδικεύεται στην αρχαιοελληνική σοφιστική και τη σύγχρονη ρητορική.

Η νοσταλγία είναι το κύριο θέμα του δοκιμίου. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί τη δική της ιστορία για να διερευνήσει τις πληγές της έννοιας αυτής. Σε αυτό το σύντομο βιβλίο παρέχεται μια εύγλωττη και εκλεπτυσμένη επεξεργασία της «νοσταλγίας» και της επιθυμίας για την πατρίδα, ενώ η φιλόσοφος δείχνει ότι καθίσταται δυνατό για πολλούς να οριοθετήσουν αυτό που ονομάζουν «σπίτι τους» από την άποψη της γλώσσας και όχι της τοποθεσίας.

Ξεκινώντας από την προσωπική της εμπειρία αμφισβητεί τη σχέση μεταξύ της πατρίδας, της εξορίας και της γλώσσας. Πρόκειται για ένα θέμα που είναι καθολικό και άκρως πολιτικό: «Από αυτή ακριβώς την εμπειρία θέλω να ξεκινήσω: από το συναίσθημα που ενδόμυχα αποκαλώ ασυγκράτητη νοσταλγία και που με κατακλύζει σε κάθε ‘’επιστροφή’’ μου στην Κορσική. Ένα συναίσθημα έντονο, αλλόκοτο, αφού προγόνους σ’ αυτό το νησί δεν έχω, δεν έχω γεννηθεί, δεν έχω περάσει εκεί ούτε τα παιδικά μου χρόνια ούτε τα νιάτα μου» (σελ. 24).

Δηλώνει ότι αναστοχάζεται τη νοσταλγία, καθώς αγαπά τον Όμηρο, τον Οδυσσέα, τα ελληνικά, τη Μεσόγειο. («… η νοσταλγία δεν είναι απλώς ο καημός της πατρίδας και η επιστροφή σ’ αυτή», «Μήπως λοιπόν ο καλύτερος τρόπος να επιστρέψουμε στην πατρίδα, στο πέρας μιας οδύσσειας μεταλλαγμένης από το σύγχρονο συναίσθημα, είναι να μην είναι η δική μας; Η πατρίδα, όπως η γλώσσα, δεν ανήκει»., σελ. 25.)

Η νοσταλγία προέρχεται από τις λέξεις «νόστος» και «άλγος», ο πόνος που νιώθουμε όταν είμαστε μακριά. Ωστόσο δεν απαντά στην Οδύσσεια, αλλά «είναι στην πραγματικότητα το όνομα μιας νόσου καταχωρισμένης ως τέτοιας μόλις τον 17ο αιώνα» (σελ. 29). Παράλληλα με τη νοσταλγία εξετάζεται και η σχέση μεταξύ πατρίδας, εξορίας και μητρικής γλώσσας (« Ρίζωμα, ξεριζωμός: ιδού η νοσταλγία», σελ. 32). Τα δυο βασικά και απαραίτητα συστατικά της, ρίζωμα και ξεριζωμός. Ο Οδυσσέας όταν επιστρέφει πρέπει να ξαναφύγει. Το ποίημα τελείωσε, αλλά το ταξίδι όχι. «Όταν ο ξεριζωμός επισυμβαίνει χωρίς ελπίδα επιστροφής, η κεντρική φιγούρα είναι εκείνη του εξορισμένου. Ο Οδυσσέας μετατρέπεται σε Αινεία, αυτόν που οι Έλληνες  έδιωξαν από τη φλεγόμενη Τροία και του οποίου την περιπλάνηση περιγράφει αντί του Ομήρου ο Βιργίλιος» (σελ. 65).

Έπειτα από τον Οδυσσέα και τον Αινεία η συγγραφέας αφιερώνει το τρίτο μέρος του δοκιμίου στη Χάνα Άρεντ, η οποία έχει ως πατρίδα τη γλώσσα: «Η Χάνα Άρεντ έζησε και θεματοποίησε με την πιο φλογερή επίγνωση αυτή τη σχέση με τη γλώσσα, με την κουλτούρα και την πατρίδα της παιδικής ηλικίας, σε μια σειρά κειμένων, επιστολών ή συνομιλιών που συνόδευσαν την εξορία της…» (σελ. 83). Ωστόσο ποια είναι η ουσία της «μητρικής» γλώσσας; «Σίγουρα η ικανότητα να επινοείς. Η ποίηση, αυτό το ποιείν τη(ς) γλώσσα(ς), είναι σύμφυτη με τη μητρική.», (σελ. 91). Σε αυτό το σημείο θίγεται το θέμα της «κρίσης της κουλτούρας». Όταν η γλώσσα είναι γενικής χρήσεως, «δεν είναι παρά globish, εν προκειμένω global English, και όταν δεν υπάρχει πλέον ούτε επινόηση ούτε καλαισθησία ούτε κρίση, τότε παύει απλούστατα να υπάρχει γλώσσα» (σελ. 94, 95).

Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;  Οι αναγνώστες του συγκεκριμένου δοκιμίου μαθαίνουν, αναρωτιούνται, προβληματίζονται και απολαμβάνουν την άψογη σύνδεση γλώσσας, μορφής και περιεχομένου.