Είμαστε μόνοι, κανέναν δεν μπορούμε να γνωρίσουμε και κανείς δεν μπορεί να μας γνωρίσει.

Σάμουελ Μπέκετ, Προυστ

H δρ Marie-France Hirigoyen (1949-) είναι Γαλλίδα ψυχίατρος, ψυχοθεραπεύτρια και ψυχαναλύτρια με μεγάλη κλινική εμπειρία. Ως ειδική «θυματολόγος», ερεύνησε διεξοδικά και κατέγραψε τη βία που εκφράζεται με λόγια, νεύματα και υπονοούμενα, χωρίς τη χρήση φυσικής βίας, στα βιβλία της «Ηθική παρενόχληση», «Ηθική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας» και «Η κακοποιημένη γυναίκα: Η  βία μέσα στο ζευγάρι».

Το βιβλίο της με τίτλο «Η μοναξιά στον  εικοστό πρώτο αιώνα» η συγγραφέας το χωρίζει  σε τρεις ενότητες: «Μια ανέφικτη συνάντηση», «Μόνοι σε έναν κόσμο επιδόσεων» και «Οι νέες μοναξιές». Μέσα σε αυτές τις ενότητες καταγράφει την εξέλιξη όχι μόνο της κοινωνίας αλλά και την εξέλιξη και εξαφάνιση της «πυρηνικής οικογένειας» η οποία έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια.

Στην εισαγωγή του βιβλίου η δρ Marie-France Hirigoyen τοποθετείται, τονίζοντας πως τον καθοριστικό ρόλο για την αλλαγή της δομής του κοινωνικού ιστού τον έπαιξε η διαφοροποίηση του ρόλου της γυναίκας μέσα στην οικογένεια. Από τη στιγμή που η γυναίκα/μητέρα βγήκε στην αγορά εργασίας για να καλύψει τις συνεχώς αυξανόμενες καταναλωτικές της ανάγκες διερράγη η συνοχή της οικογένειας και επήλθε ανισορροπία και κρίση των ρόλων ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα. Ταυτόχρονα, η βιαιότητα και ο ανταγωνισμός εισέβαλαν στη σχέση του ζευγαριού και ώθησαν τη γυναίκα να διεκδικεί το διαζύγιο, ύστερα από τη σεξουαλική  απελευθέρωση που απέκτησε αλλά και  την  οικονομική της ανεξαρτησία. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι  ένας μεγάλος αριθμός ανδρών και γυναικών να βιώνουν πλέον τη μοναξιά.

Πίσω όμως από τη μοναξιά κρύβονται διαφορετικές πραγματικότητες. Μοναχικοί, άγαμοι, διαζευγμένοι, χήροι ή άτομα με παθολογία στην  προσωπικότητά τους ενσωματώνονται στην κοινωνία, ενώ παράλληλα είναι περιθωριοποιημένοι ή αποκλεισμένοι λόγω του χαρακτήρα τους.

Το άτομο μοιάζει να θέλει να εντάσσεται κάθε στιγμή της ζωής του σε ένα κοινωνικό σύνολο, ενώ ταυτόχρονα ανασφάλειες, φόβοι, σενάρια ζωής λειτουργούν περιθωριοποιώντας το. Και όσο η κοινωνία γίνεται πιο κλειστή και πιο φοβισμένη, οι διαφυγές στις μέρες μας για νέες γνωριμίες και κάλυψη του συντροφικού κενού καλύπτονται από τους ιστοτόπους γνωριμιών. Είναι οι ιστότοποι  η γη της επαγγελίας, όπου ο καθένας θα βρει το σύντροφό του ή μήπως είναι ένας χώρος επικίνδυνος όπου όλοι φορούν μάσκες, ενώ ταυτόχρονα με την «πόλη» την οποία κουβαλά κανείς μέσα του αναπαράγει την ίδια καταστροφή στις συντροφικές του σχέσεις; Εντούτοις πολλοί καταφεύγουν στη χίμαιρα του εικονικού, διατηρούν ψευτοφιλίες και φλυαρούν για να γεμίσουν το κενό, ενώ οι κοινωνικοί-φοβικοί  αισθάνονται ασφαλείς διότι επικοινωνούν χωρίς να φοβούνται.

Μια άλλη κοινωνική παγίδα στις μέρες μας είναι το «καταναλώνω άρα υπάρχω», όπου το άτομο χειραγωγείται από την παντοδυναμία της κατανάλωσης και του ναρκισσισμού, η οποία τον ομαδοποιεί και ταυτόχρονα τον περιθωριοποιεί λειτουργώντας ρατσιστικά.

Η συγγραφέας διαχωρίζει τη μοναχικότητα από τη μοναξιά ως δύο διαφορετικές έννοιες και καταστάσεις. Τονίζοντας πως η μοναξιά είναι προσωπική κατάσταση, ενώ η μοναχικότητα δεν είναι η απόλυτη μοναξιά. Ωστόσο, δείχνει τη μοναχικότητα και τη μοναξιά να λειτουργούν θετικά για το άτομο στο οποίο δίνουν την ευκαιρία να καταδυθεί και να γνωρίσει μέσα από τα βαθύτερα των συναισθημάτων του τον εαυτό του, να βρει χρόνο για να σπουδάσει, να εμπνευστεί, να δημιουργήσει, να ασχοληθεί με διάφορα χόμπι και, τέλος, να ελευθερωθεί από την εξάρτηση από άλλα άτομα και γενικά να αυτονομηθεί, να δυναμώσει και να ζήσει ισότιμα και αληθινά δίπλα ή χωρίς τους άλλους.

Στο βιβλίο «Η μοναξιά στον  εικοστό πρώτο αιώνα»,  η δρ Marie-France Hirigoyen καταγράφει και αποκωδικοποιεί τη μοναξιά του ατόμου και τις κοινωνικές τάσεις της εποχής μέσα από το έμπειρο μάτι της και τις μαρτυρίες ασθενών της. Η μετάφραση της Έφης Κορομηλά δίνει μια πρόσθετη αξία στο κείμενο κάνοντάς το εύληπτο και ενδιαφέρον για κάθε αναγνώστη.