Ο Λευτέρης Καλοσπύρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε Ιστορία και Φιλοσοφία στο Τμήμα ΜΙΘΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου έκανε επίσης μεταπτυχιακές σπουδές. Άρθρα και κριτικές του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Διαβάζω, Ο Αναγνώστης, The Zone και The Book’s Journal, καθώς και στην επιθεώρηση European Journal of American Studies. «Η μοναδική οικογένεια» είναι το πρώτο του βιβλίο.

Ο Ανδρέας Αριθμέντης είναι αρχιτέκτονας και συγγραφέας, όπως και ο πατέρας του και ο μικρότερος αδελφός του, Αλέξης Αριθμέντης. Γράφει ένα θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις με κύρια πρόσωπα τον Μιχάλη, τη Μάρθα και τη Χριστίνα, ένα εννιάχρονο παιδί-θαύμα. Στην πρωθύστερη πρώτη πράξη του θεατρικού έργου, ο Μιχάλης έχει φύγει από το σπίτι και η Μάρθα προσπαθεί να πείσει τον παραγωγό ενός τηλεοπτικού παιχνιδιού για τις ικανότητες της Χριστίνας, ώστε να συμμετάσχει κατ’ εξαίρεση σε αυτό. Είναι η μοναδική ελληνική οικογένεια που δεν έπαιξε στο χρηματιστήριο, μια φράση που μοιάζει ειρωνική ή απλώς χωρίς νόημα. Εκτός από το θεατρικό, ο Ανδρέας σχεδιάζει να αφήσει ως παρακαταθήκη ένα διήγημα από την άρτι εκδοθείσα συλλογή του αδελφού του, ένα διήγημά του που παρωδεί αυτό του αδελφού του, ένα απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Μιχάλη, ένα δικό του διήγημα («Βελουδομάτα») για τη φίλη του Αλέξη, ένα κεφάλαιο από το υπό έκδοση μυθιστόρημα της Αθανασίας (της αδελφής της Μάρθας που διδάσκει σε πανεπιστήμιο των ΗΠΑ) και ένα απόσπασμα από το δικό του (ανολοκλήρωτο) μυθιστόρημα. Αυτή είναι η μυθιστορηματική ύλη του πρωτοεμφανιζόμενου Λευτέρη Καλοσπύρου, που αποκαλύπτει τις συγγραφικές αρετές του στον κύριο κορμό της, στο θεατρικό έργο. Αλλά και στα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη, που εμφανίζονται στην πορεία της ανάγνωσης, ο Καλοσπύρου καταφέρνει να κερδίσει, κλιμακώνοντας μάλιστα, το ενδιαφέρον: στη «Βελουδομάτα», στο ψυχογράφημα του Μανόλη (στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Αθανασίας) και, κυρίως, στο απόσπασμα από το δικό του μυθιστόρημα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και την παρουσίαση μιας φοιτητικής εργασίας στο πλαίσιο ενός πανεπιστημιακού μαθήματος!

Πολλές οι διακειμενικές αναφορές (π.χ. Φίλιπ Ροθ, Ντε Λίλο, Πίντσον, Δημήτρης Χατζής), μαρτυρούν μια συνεκτική γνώση της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, της ιστορίας των ιδεών. Αναλυτικές οι σκηνικές οδηγίες του θεατρικού έργου, φτιάχνουν ένα άλλο «μυθιστόρημα». Τα σύντομα ηλεκτρονικά μηνύματα-σημειώσεις, που αποστέλλονται από τον συγγραφέα με παραλήπτη τον ίδιο, αποκαλύπτουν, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσες απόψεις, π.χ, για τη βία στην Ελλάδα (σελ. 206).  Δυνατές οι περιγραφές, οι οικογένειες της Μάρθας και του Μιχάλη, του Μανόλη και της Μάγδας  μοιάζουν σαν αντικατοπτρισμός. Ο πρωτοπρόσωπος λόγος γίνεται όλο και περισσότερο ποιητικός, σπαρακτικός, ίσως, καθώς μαθαίνουμε ότι ο συγγραφέας πρόκειται ν’ αυτοκτονήσει (σελ. 266).

Συμπερασματικά, αυτή η μίξη των ειδών (θεατρικό έργο, διήγημα, μυθιστόρημα, δοκίμιο, σημειώσεις) είναι πετυχημένη, γιατί φαίνεται πως στηρίζεται σε στέρεα γνώση (όπως τεκμαίρεται από τις πανεπιστημιακές σπουδές του) και στην ικανότητα του συγγραφέα να τα συνδυάζει και να τα εμπλουτίζει συνεχώς, γεφυρώνοντας προσλαμβάνουσες διαφορετικών γενιών.