Αποκαλύπτοντας διαδοχικά στρώματα σιωπής
Η Μαρλένα Πολιτοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως δημοσιογράφος για σχεδόν είκοσι χρόνια σε εφημερίδες και στη δημόσια ραδιοφωνία. Δίδαξε στα Τμήματα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Παντείου Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα και νουβέλες. «Η μνήμη της πολαρόιντ» είναι το τρίτο αστυνομικό μυθιστόρημά της που έχει εκδοθεί.
Ο Παύλος Γ. βρίσκει ανάμεσα στα έγγραφα του πεθαμένου από χρόνια πατέρα του, που ήταν αστυνομικός διοικητής, το φάκελο μιας ανεξιχνίαστης δολοφονίας σε ένα τούνελ της σιδηροδρομικής γραμμής Βόλου-Μηλεών, τα Χριστούγεννα του 1976. Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από τότε και το έγκλημα έχει παραγραφεί, αλλά ο αρχιτέκτονας Παύλος, πρώην σκιτσογράφος της αστυνομίας, αποφασίζει να διερευνήσει την υπόθεση με τη βοήθεια ενός φίλου του, υποδιευθυντή του Τμήματος Ανθρωποκτονιών και της νεαρής ψυχολόγου της αστυνομίας. Το πτώμα ήταν του Αριστείδη Φάκα, οικονόμου και μάγειρα του φαρμακοποιού Χρήστου Διβάνη, από το εξοχικό σπίτι του οποίου είχε μόλις αναχωρήσει ο Φάκας. Εκείνη την ημέρα στο εξοχικό του Πηλίου βρίσκονταν άλλα τέσσερα άτομα και η κόρη του νεκρού. Η αρχή της υπόθεσης ανάγεται στα χρόνια του Εμφυλίου στη Θεσσαλία. Κομβικό ρόλο στην πλοκή παίζει η ιστορία του «θείου Γιώργη»: ενός άρχοντα της Αριστεράς (με τα λόγια της βαφτισιμιάς του) που είχε οργανώσει ένα δίκτυο παράνομων, για το κράτος και το κόμμα, υιοθεσιών στην Ελλάδα για τα παιδιά των συντρόφων του που είχαν σκοτωθεί, φυλακιστεί ή διαφύγει στις χώρες του ανατολικού συνασπισμού. Ευκατάστατος και γαλαντόμος, είχε σώσει τα παιδιά «από το θάνατο, την πείνα ή τις βόμβες των Εγγλέζων, ή την ξενιτιά σε συντροφικά χέρια» (σελ. 231).
Η εμβληματική φυσιογνωμία του «θείου Γιώργη» διατρέχει το μυθιστόρημα της Πολιτοπούλου που, αν και καθοδηγείται από αόρατα γυναικεία νήματα, προβάλλει σε διαφορετικά κάτοπτρα τη σχέση με τον πατέρα. Ωστόσο, το πιο ισχυρό κάτοπτρο που πάνω του προβάλλουν τις πράξεις τους οι ήρωες, ζωντανοί και πεθαμένοι, είναι η Ιστορία: τα παιδιά του Εμφυλίου, ορφανεμένα από τον έναν ή/και τους δυο γονείς, μεγαλωμένα σε χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης ή με αγάπη από θετούς γονείς στην Ελλάδα, παιδιά βιασμών, έχουν περάσει προ πολλού την ηλικία της συνταξιοδότησης, αλλά παραμένουν σημαδεμένα. Η έρευνα του Παύλου φέρνει στο προσκήνιο τα τραύματά τους και αναζωπυρώνει συναισθήματα που σιγόβραζαν για χρόνια ώσπου «ξεχάστηκαν» κάτω από διαδοχικά στρώματα σιωπής. Πίσω από το εκλεπτυσμένο πρόσωπο του αριστερού, του ευσυνείδητου –έως και πετυχημένου-, επαγγελματία, του ανθρώπου που, βαδίζοντας προς το τέλος της ζωής του, φαίνεται να έχει βρει μια αρμονία με τον εαυτό του που αντικατοπτρίζεται στην ήρεμη επαρχιακή ζωή του, κρύβεται το πάθος της εκδίκησης. Ποιος ήταν ο δολοφόνος του Φάκα; Ποιος έσυρε το πτώμα στις ράγες με γυμνές πατούσες, όπως αποτυπώθηκε σε μια φωτογραφία πολαρόιντ; Και γιατί ο αστυνομικός διοικητής Αναστάσιος Γεωργούλας έθεσε την υπόθεση στο αρχείο;
Με γλώσσα που φαίνεται πως έχει δουλευτεί ώστε να μην ξεφεύγει τίποτα περιττό, η συγγραφέας ανοίγει τη βεντάλια της ιστορίας μέσα από μια αλληλουχία προσωπικών συνεντεύξεων με τους καλεσμένους στο σπίτι του φαρμακοποιού. Επιλέγει να τοποθετήσει το μεγαλύτερο μέρος της δράσης στα χωριά του Πηλίου, γνωρίζοντάς μας τον τόπο και την ιστορία του. Και, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει συνήθως στα αστυνομικά μυθιστορήματα, η απόσταση που παίρνει από τα γεγονότα δεν είναι απαραβίαστη: ο καθένας ψάχνει τις δικές του απαντήσεις, θέλει να γνωρίσει τους γεννήτορές του, να καταλάβει, αλλά και να αποκαλύψει τη σιωπή που γέμισε το συμπιεστή της μνήμης.