Η Πασχαλία Τραυλού έχει μεγάλη πορεία στον χώρο των εκδόσεων, με πολλά και επιτυχημένα βιβλία που έχουν κερδίσει την αγάπη του κοινού. Ομολογώ πως συναντήθηκα με τα βιβλία της αργά, στο προηγούμενο βιβλίο της, τον «Γυάλινο χρόνο». Αυτό που ανακάλυψα είναι ότι τόσο η γραφή της όσο και τα θέματα των βιβλίων της δεν έχουν καμία σχέση με τα στερεότυπα και τις ταμπέλες περί «ροζ» γυναικείας λογοτεχνίας. Η Πασχαλία Τραυλού, είναι δυνατή πένα και φυσικά, ως γυναίκα, η ματιά της είναι γυναικεία – δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, αλλά τα βιβλία της είναι σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, χωρίς ταμπέλες και χωρίς «ροζ». Εκείνο δε που με εντυπωσίασε στη γραφή της, είναι ο τρόπος με τον οποίο καταδύεται στην ανθρώπινη ψυχολογία και την αναδεικνύει, τη φέρνει στο φως, μέσα από την πλοκή και τους χαρακτήρες. Αυτό συμβαίνει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό στη «Μήδεια», όπου αποφασίζει να αναμετρηθεί συγγραφικά με ένα θέμα επώδυνο: την παιδοκτονία και μάλιστα από το χέρι της ίδιας της μητέρας, ένα θέμα ταμπού για κάθε κοινωνία σε όλες τις εποχές.

Συναντάμε την ηρωίδα της Πασχαλίας Τραυλού στην αίθουσα του δικαστηρίου: μια γυναίκα στο εδώλιο της κατηγορούμενης για έναν φρικτό φόνο, εκείνον των παιδιών της, τον οποίο έχει ομολογήσει ψύχραιμα –και ψυχρά–, ότι διέπραξε, χωρίς όμως να εξηγεί τους λόγους σε κανέναν. Η Αιμιλία Σταθάκη παρακολουθεί τα όσα εκτυλίσσονται αγέρωχη σχεδόν, φορώντας μια μάσκα αποστασιοποίησης, χωρίς να θέλει καν να υπερασπιστεί τον εαυτό της, περιμένοντας τη δίκαιη και βέβαιη καταδίκη της.

Απέναντι σε αυτό το αίνιγμα στέκεται η κοινωνία που αισθάνεται απέχθεια για την πράξη της και μια ομάδα ανθρώπων που δεν ανήκουν στο άμεσο περιβάλλον της παιδοκτόνου, αλλά ο καθένας για τους δικούς του λόγους προσπαθεί να μαντέψει τι την οδήγησε στο έγκλημα: Ο δικηγόρος της, παγιδευμένος ψυχολογικά ανάμεσα στην αγάπη για τη σύζυγό του και το πάθος του για την ερωμένη του. Ένας ψυχολόγος που τον έχει εγκαταλείψει η γυναίκα του και υποφέρει ψυχικά, από τον οποίο ο δικηγόρος ζητάει βοήθεια ώστε να διαγνώσει τη Σταθάκη ως ψυχικά διαταραγμένη και να του δώσει έτσι ένα όπλο υπεράσπισης (αφού εκείνη αρνείται να τον συνδράμει). Ένας ζωγράφος που θέλει να την απεικονίσει στη διάρκεια της δίκης, έχοντας κι εκείνος τα δικά του προσωπικά προβλήματα με τον άντρα με τον οποίο συνδέεται. Και τέλος μια συγγραφέας που, έχοντας μόλις βγει από έναν συναισθηματικό κυκεώνα, αναζητά στην υπόθεση το ερέθισμα που θα ενεργοποιήσει και πάλι την έμπνευσή της για να γράψει.

Αυτά τα τέσσερα πρόσωπα στέκονται απέναντι στη «Μήδεια», την παρατηρούν, ερευνούν την ίδια και τη ζωή της, σχολιάζουν τα όσα διαδραματίζονται, ακριβώς όπως ο χορός μιας αρχαίας τραγωδίας. Στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην άκρη του νήματος, και καθώς ξετυλίγεται και το νήμα της δικής τους ζωής για τον αναγνώστη, θα συναντήσουν το πρόσωπο-κλειδί στη ζωή της κατηγορουμένης: τη μητέρα της που ήρθε από την επαρχία για να παρακολουθήσει τη δίκη. Σταδιακά ένας ένας και με διαφορετικές ψυχολογικές διαδρομές, θα φτάσουν στην καρδιά του λαβύρινθου: στο σκοτεινό δωμάτιο της ψυχής όχι μόνο της βασικής ηρωίδας, αλλά και στο σκοτεινό δωμάτιο της δικής τους ψυχής, εκεί όπου βρίσκονται τα «τέρατα» που κουβαλάμε μέσα μας, αλλά και οι απαντήσεις. Με μια ρέουσα και ζωντανή αφήγηση γεμάτη ανατροπές, όλοι θα λάβουν αυτές τις απαντήσεις και θα αποδοθεί δικαιοσύνη, όχι η ανθρώπινη ούτε η θεϊκή ως τιμωρία, η αληθινή δικαιοσύνη που αποδίδει η ζωή με τον τρόπο που εκείνη ξέρει και μπορεί.

Με συγκίνησε συναισθηματικά η ανθρώπινη ματιά της συγγραφέως πάνω στο δράμα της ηρωίδας, αλλά και όλων των χαρακτήρων – ο καθένας κουβαλάει τον δικό του σταυρό. Χωρίς επικρίσεις, χωρίς ηθικολογίες, χωρίς κήρυγμα, παρουσιάζει τη ζωή της «Μήδειας» και των μελών του χορού της δικής της τραγωδίας, αφήνοντας αφενός τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, αναδεικνύοντας όμως μια μεγάλη αλήθεια που ως κοινωνία ξεχνάμε, γιατί είναι βολικό ώστε να αποποιηθούμε τις ευθύνες μας: ότι στα εγκλήματα δεν υπάρχουν θύτες, υπάρχουν μόνο θύματα. Και ότι για κάθε άνθρωπο που ξεπερνά το κοινωνικό και ηθικό όριο και βάφει τα χέρια του με αίμα, υπάρχει πίσω του μια ολόκληρη πορεία και μια σειρά συνανθρώπων του – μερικές φορές και κοινωνίες ολόκληρες– που, αν δεν τον οδήγησαν εκεί, σίγουρα συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό. Πολλές φορές διαβάζοντας ή ακούγοντας για φρικτά εγκλήματα έχω αναρωτηθεί: ποια θα ήταν άραγε η ζωή του δολοφόνου, αν είχε βρεθεί στο δρόμο του έστω και ένας άνθρωπος να σταθεί δίπλα του, να του δείξει αγάπη, να τον τραβήξει από το χείλος της αβύσσου; Και πόσες αθώες ζωές θα είχαν σωθεί;

Εκτιμώ ότι η «Μήδεια» της Πασχαλίας Τραυλού, από αυτό το πνεύμα ανθρώπινης αλληλεγγύης και συναίσθησης της ευθύνης μας για όσα άσχημα συμβαίνουν γύρω μας ή κοντά μας διέπεται. Και αυτό είναι το μήνυμα του βιβλίου, και τροφή για σκέψη για όλους όσοι το διαβάσουν. Πέρα από τα παραπάνω, η «Μήδεια δεν χόρεψε ποτέ» είναι μια δυνατή ιστορία που συνδυάζει το ψυχολογικό θρίλερ με το δικαστικό δράμα, με θεατρική δομή και ήρωες που ζουν ανάμεσά μας, δίπλα μας. Και η καλή λογοτεχνία, από την εποχή της Μήδειας του Ευριπίδη μέχρι σήμερα, αυτό το υλικό χρησιμοποιεί: το ανθρώπινο δράμα, το φως και το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής.