Το θλιμμένο τραγούδι του Μεσοπολέμου
Ένας κόσμος που καταρρέει, ένας άλλος που αναδύεται, και στο ενδιάμεσο η πικρή παραίτηση του ανθρώπου, που δεν μπορεί να ορίσει τη μοίρα του.
Ούτε καν σε μια κουκκίδα ονείρου.
Το 1926 ήταν μια δύσκολη χρονιά. Τα τραύματα που έχει αφήσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ακόμα ανοιχτά. Η κατάρρευση της Γερμανίας, η διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, η συσσωρευμένη φτώχεια, αλλά και η μακάρια ευζωία μιας ευάριθμης κάστας, η οποία, υπνωτισμένη από τον πλούτο και τους λαγαρούς ρυθμούς των βαλς, ζει απομονωμένη από τα κοινωνικά προβλήματα.
Όλα τούτα αποτελούν τον «κόσμο» του Στέφαν Τσβάιχ. Από τον «Παλαιοπώλη Μέντελ» έως τον «Επικίνδυνο οίκτο» και από τη «Σκακιστική νουβέλα» έως το ημιτελές «Η μέθη της μεταμόρφωσης», η προβληματική του Τσβάιχ είναι η επί της ουσίας πικρή ενατένιση στον τραγικό ετεροκαθορισμό του ανθρώπου του Μεσοπολέμου.
Οι φρούδες ελπίδες, η οργή για έναν πόλεμο που χάθηκε, τα επίχειρα της κοινωνικής ανισότητας που προκαλεί και καταπατά κάθε έννοια δημοκρατικής νομιμότητας. Όλα τούτα δοσμένα μέσα από το ιμπρεσιονισμό κλίμα μιας γραφής που βουτάει στα νάματα του Φρόιντ, που σκάβει στις ψυχολογικές ορμές των ηρώων, που δεν λησμονά τους κοινωνικούς αντικατοπτρισμούς, μέσω των οποίων διαμορφώνεται η κουλτούρα της στάσιμης μελαγχολίας.
Η ηρωίδα της «Μέθης» είναι μια 28χρονη ταχυδρομική υπάλληλος σε ένα άσημο χωριό της Αυστρίας, η Κριστίνε Χοφλένερ. Μια γκρίζα μορφή που περιφέρει το κουρασμένο σαρκίο της, που δεν έχει ελπίδα για το μέλλον. Μέχρι που μια πρόσκληση από την πλούσια θεία της τής ανοίγει την πόρτα ενός επίγειου Παραδείσου, γεμάτου υλικές απολαύσεις, φανταχτερά ρούχα και ατιθάσευτες νύχτες σπάνιου ερωτισμού.
Όλα μοιάζουν με παραμύθι για την άβγαλτη Κριστίνε στο μαγευτικό θέρετρο Εγκαντίν. Δεν φοράει μόνο καινούργια ρούχα, δεν δοκιμάζει μόνο σπάνιες γεύσεις, αλλά ενδύεται τον ρόλο μιας άλλης. Περιφέρει το επώνυμο της πλούσιας θείας και του Ολλανδού άντρα της ωσάν να είναι δικό της.
Πολύ γρήγορα, ως άλλη Σταχτοπούτα, αντιλαμβάνεται πως δεν ανήκει στον κόσμο της υψηλής κοινωνίας, γι’ αυτό και αποβάλλεται με τρόπο ταπεινωτικό.
Η επιστροφή της στο χωριό και στην υπηρεσία της λειτουργούν ως θρυαλλίδα. Από την οργή και την απόγνωση, περνάει στην παραίτηση και στη συνέχεια στη φυγή. Στη Βιέννη γνωρίζει μια «αδερφή» ψυχή, τον Φέρντιναντ, που κι εκείνος με τη σειρά του κουβαλάει το βαρύ φορτίο ενός πολέμου αλλά και του μετέπειτα κοινωνικού εξοβελισμού του.
Πρόκειται για μια ένωση δινών, ένα στοιχειώδες άπλωμα μιας σκιάς πάνω στην άλλη. Ακόμα και η ερωτική χροιά που απλώνεται ανάμεσά τους, έχει κάτι το φθαρμένο και το παράκαιρο. Μαζί καταλήγουν στην ακραία λύση της αυτοκτονίας, ως ύστατη απόδειξη ότι μπορούν να καθορίσουν τη μοίρα τους. Σε ένα γύρισμα της μοίρας, όμως, αποφασίζουν να λειτουργήσουν εμπρηστικά και επαναστατικά: σχεδιάζουν να κλέψουν τα χρήματα που διαχειρίζεται η Κριστίνε στο ταχυδρομείο και να φύγουν προς άγνωστη κατεύθυνση.
Κυνηγημένοι μεν, αλλά και με ένα αίτημα για ζωή τόσο δραστικό μέσα τους, που δεν τους αφήνει περιθώρια για άλλη επιλογή.
Σύμφωνα με το άκρως πληροφοριακό επίμετρο του Knut Beck, με το οποίο κλείνει η παρούσα έκδοση, ο Τσβάιχ ταλαιπωρήθηκε με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Γράφτηκε σε δύο διαφορετικές φάσεις της ζωής του, αμφιταλαντεύτηκε αρκετά, δεν το εξέδωσε όσο ζούσε και στη συνέχεια πέρασε από τη φάση της επιμέλειας για να δει το φως της δημοσιότητας. Ακόμα και ο τίτλος προέκυψε εκ των υστέρων και όχι από τον συγγραφέα. Οι κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές στην Αυστρία, που τόσο τον αποθάρρυναν και τον πλήγωσαν, αντανακλώνται εμφανώς στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό ο Τσβάιχ, μέσω του Φέρντιναντ, καταφέρεται ευθέως εναντίον του κράτους και ασκεί έντονη κριτική στον καπιταλισμό και στον κομμουνισμό.
Η εξαίσια μετάφραση ανήκει στον Γιάννη Καλλιφατίδη.