Συμπύκνωση ζωής

Ένας παπάς περνάει τις νύχτες του στο κοιμητήριο ακούγοντας τις πίκρες και τα παράπονα των νεκρών, τις εξομολογήσεις τους. Η Ντολόρες αγαπούσε τον χορό με πάθος ασίγαστο και γευόταν τη ζωή με το κουτάλι, μέχρι που… Δυο αγόρια κάνουν κάτι απρεπές στον χώρο του σχολείου, κάτι που έχει απρόβλεπτες προεκτάσεις στη μετέπειτα ζωή του αφηγητή, ο οποίος ακόμα και σήμερα θέλει να φωνάξει: «Δεν έκανα κάτι κακό», αλλά σιωπά. Ο Καλλίνικος, χρόνια ένοικος μιας πολυκατοικίας, έχει χρηστεί αυτοβούλως ο θεράπων ιατρός της, επισκευάζοντας κάθε βλάβη που παρουσιάζεται. Αυτή τη φορά έχει βοηθό τον γιο του και τότε κάτι συμβαίνει. Οι επιθυμίες του κύριου Επαμεινώνδα, ανέραστου χρόνια ολόκληρα, αντικατοπτρίζονται στο όνειρο που βλέπει κάθε βράδυ. Ο Μάκης έχει κρεμάσει στο μαγαζί του σε ένα κρυφό καμαράκι τη νιότη του μέλλοντός του και περιμένει πώς και πώς να έρθει η κατάλληλη στιγμή που θα την ξεκρεμάσει και επιτέλους θα ζήσει. Το ίδιο είχε κάνει κι ένας προπάππους του, αλλά εις μάτην – κρεμάστηκε από το ίδιο καρφί. Ένα μικρό κορίτσι, η Σοφία, μονίμως ξεπαγιασμένη και πεινασμένη, φεύγει με τον κύριο Συμεών, που της δίνει κάτι χρυσές καραμέλες, γλυκές και νόστιμες, με την προσδοκία να γίνει σπουδαία, να μην κρυώνει και να μην πεινάει πια. Μεγάλη γυναίκα επιστρέφει στο έρημο πια πατρικό γεμάτη καταπατημένα όνειρα.

Δεκαέξι διηγήματα περιλαμβάνει το βιβλίο της Μαρίας Βέρρου Η μεγαλοψυχία των δέντρων και οι παραπάνω είναι κάποιοι από τους ήρωες αυτών. Ήρωες που σπαράζουν εντός τους, που υποφέρουν, που παλεύουν σιωπηλά, που όλα τα κρατάνε μέσα τους, που δεν κραυγάζουν φανερά. Οι περισσότεροι έχουν ονόματα: Φαίη, Κώστας, Πέτρος, Σοφία, παπα-Γιώργης κ.ά., άνθρωποι καθημερινοί, της διπλανής πόρτας, με λαχτάρες και επιθυμίες, με προσδοκίες και απογοητεύσεις, που περνούν απαρατήρητοι από τους γύρω τους. Όλοι τους ζουν στη Μεγάλη Πόλη, αλλά είναι κλεισμένοι στον μικρόκοσμό τους –μια σχολική αυλή, ένα μπάνιο, ένα δωμάτιο νοσοκομείου γίνεται το σκηνικό κάθε ιστορίας–, αλλά και στον εαυτό τους. Κατατρύχονται από εμμονές, από ενοχές, από απογοήτευση, από καταπατημένες ελπίδες και διαψευσμένα όνειρα, ασφυκτιούν. Κανείς τους δεν ταιριάζει με το πλήθος που τους περιβάλλει, με τη μάζα της πόλης, καλούνται όμως να επικοινωνήσουν μαζί του, να συμβιώσουν, να ισορροπήσουν κάπως. Εις μάτην.

Δεκαέξι διηγήματα, μικρά σε έκταση –λίγων μονάχα σελίδων–, αλλά γεμάτα βάθος και ουσία. Η Μαρία Βέρρου, εξάλλου, διαθέτει το χάρισμα μέσα σε λίγες μόνο αράδες να συμπυκνώνει ολόκληρους κόσμους.

Σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων θίγονται κάποια ευαίσθητα θέματα∙ η συγγραφέας όμως τα παρουσιάζει και μιλάει γι’ αυτά με τρόπο κομψό, χωρίς να παίρνει θέση και χωρίς περαιτέρω σχολιασμό.

Με την αφήγηση τριτοπρόσωπη, κυρίως. Με εμβόλιμα κομμάτια σε δεύτερο πρόσωπο – η απεύθυνση προς κάποιον άλλον, προς κάποιον τρίτο ή και σαν εσωτερικός μονόλογος προς τον ίδιο τον ήρωα, φανερότατη. Με τη συνειδησιακή ροή συχνά να πυροδοτεί τον νου και τη μνήμη, φέρνοντας στην επιφάνεια αναμνήσεις αλλοτινών χρόνων, καθόλου ξεχασμένων ωστόσο, που κάνουν τις πληγές να αιμορραγούν. Με λόγο πυκνό και υπαινικτικό, γραφή θρυμματισμένη, σύνδεση παρατακτική. Και με ατμόσφαιρα «παλαιική» που δημιουργείται χάρη στις τόσο προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις. Χαρακτηριστικές δε, είναι οι λεπτομερείς περιγραφές των κτιρίων και του περιβάλλοντος χώρου αυτών, κάτι που συμβάλλει στη δημιουργία ατμόσφαιρας και εικόνων.

Ακροβατώντας μεταξύ πραγματικότητας και δυστοπίας. Σημαντικό «χώρο», άλλωστε, σε κάποια διηγήματα καταλαμβάνουν τα όνειρα, τα οποία ξεπερνούν κάθε όριο ρεαλισμού.

Μέχρι το τέλος, και το διήγημα «Ανταμοιβή», στο οποίο οι ήρωες όλων των ιστοριών συναντιούνται σε έναν τόπο δυστοπικό, εκεί όπου ζουν οι ΕΚΤΟΣ, οι του περιθωρίου, οι μοναχικοί, αυτοί που δεν ταίριαξαν πουθενά και με κανέναν. Και ένας άντρας που έχει εξοριστεί στο ενδιάμεσο, τους παρακολουθεί και αναρωτιέται.