Εκπλήσσομαι ευχάριστα πολύ συχνά τα τελευταία επτά χρόνια της Κρίσης, όταν έρχονται στα χέρια μου πρωτοδημοσιευμένα πονήματα πρωτοεμφανιζόμενων νεαρών συγγραφέων (τουλάχιστον στη διάθεση, γιατί ηλικίες δεν γνωρίζω και τα βιογραφικά στο «αυτί» των βιβλίων είναι ενίοτε φειδωλά, έως κρυψίνοα…).

Η αστυνομική λογοτεχνία βασιζόμενη στους αρχετυπικούς φόβους και στις αστικές φοβίες του πολιτισμένου ανθρώπου που βρίσκεται μακράν κι έχει χάσει κάθε επαφή του με τη Φύση, είναι ένα είδος που απαιτεί ιδιαίτερη μαεστρία για να αποφύγεις τα στερεότυπα του είδους, να τα κριτικάρεις, να τα ειρωνευτείς, ακόμα και να τα παρωδήσεις αποκαθιστώντας τη χαμένη τιμή του πεζογραφικού λόγου που ταυτίστηκε κι εκφυλίστηκε από τις «νουάρ» κινηματογραφικές (και τηλεοπτικές) μεταφορές του. Το περίφημο «Γεράκι της Μάλτας» του Ντάσιελ Χάμετ είναι υψηλή λογοτεχνία, μυρίζεις τη σκόνη του γραφείου, τους μύκητες των φακέλων, αναρωτιέσαι για το υπαρξιακό βάθος μιας τόσο ρηχής ζωής που φλερτάρει με τον θάνατο από ανία…

Στη «Μαύρη Κάντιλακ» του μάλλον Κύπριου (;) Τειρεσία Λυγερού [ψευδώνυμο άραγε;] ένιωσα μαγεμένος και δεν μπορούσα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου… αναγκάστηκα να ακυρώσω ένα ραντεβού με φίλο κριτικό για να (μην) δούμε ακόμα μια ξεφτισμένη δήθεν πρωτοποριακή, ληγμένα πειραματική παράσταση του τουριστικού φεστιβάλ μας (εν μέσω σκουπιδιών – κι όχι μόνον πλαστικών…).

Ποιες είναι οι αρετές αυτού του αριστουργήματος που (ευτυχώς) τύπωσαν οι «Εκδόσεις Ηριδανός»; Κατ’ αρχήν, η κοινωνιολογική ματιά που βυθίζεται σαν καλοακονισμένο νυστέρι στο όζον σώμα του διαλυμένου κοινωνικού ιστού. Η σήψη δεν είναι μόνον ηθική, αλλά πρωτίστως πολιτισμική. Ο δυτικός ελληνορωμαϊκός πολιτισμός μπορεί να βασίστηκε στο δίκαιο του ισχυροτέρου, δεν είχε αναγάγει όμως σε ύψιστη θεότητα ΤΟ ΧΡΗΜΑ και τις ΑΓΟΡΕΣ ως ρυθμιστές των πάντων, ακόμα και της βιολογίας, για να μην πούμε της ψυχολογίας μας.

Εκτός όμως από την κοινωνική κριτική, ο νεαρός (;) πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας ξέρει καλά να κινεί τα νήματα, να στήνει και να ξεστήνει σκηνικά, να εμψυχώνει ρόλους που παύουν να είναι απλώς κούκλες, μαριονέτες ή σκιές, αλλά αποκτούν σάρκα και οστά καθώς ανελίσσεται η πλοκή και φτάνουμε στο απρόβλεπτο αντισυμβατικό τέλος.

Όμως η αληθινή καινοτομία του έγκειται ακριβώς στην παρώδηση των παγιωμένων συμβάσεων, της συνταγής συγγραφής αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ο αστυνόμος του δεν είναι ούτε τετραπέρατος ούτε χαλκέντερος, δεν κάνει χρήση τοξικών ουσιών και το αλκοόλ τον πειράζει, είναι ένας ταπεινός, συμβιβασμένος και προσγειωμένος, μικροαστός δημόσιος υπάλληλος που δεν θέλει να χάσει τη σύνταξή του, αλλά και δεν βουτάει το δάχτυλο στο μέλι για να έχει καλά γεράματα. Είναι σαδιστής και απολυταρχικός, όχι όμως και απόλυτος, αφού διαθέτει συνείδηση (με τις απαραίτητες Ερινύες) και προβαίνει συχνά σε αυτοκριτική (έστω και άτακτη)…

Όσο για τον δολοφόνο; Εκεί είναι όλα τα λεφτά. Υπεράνω πάσης υποψίας, αλλά αναμενόμενος για τον επαρκή αναγνώστη που έχει αποκωδικοποιήσει το ιδεολογικό υπόβαθρο του πεζογραφήματος… Δεν θα σας πω περισσότερα για να μην σας στερήσω τη χαρά της ανάγνωσης και την απόλαυση του τέλους. Ξέρετε, η αισθητική ηδονή είναι πια τόσο σπάνια όταν διαβάζεις τρία με πέντε βιβλία την ημέρα! Έχεις πια κορεστεί. Και οι συν-γραφείς συνήθως βαυκαλίζονται με δια-νοήματα που βασανίζουν το κουλτουριάρικο παρα-μορφωμένο μυαλό τους. Πήξαμε στους «γραμματιζούμενους» κι αποτέλεσμα πενιχρόν! Για αυτό οφείλω να εξάρω φρέσκα μυαλά κι ενδιαφέρουσες γραφές, όπως αυτή του Τειρεσία Λυγερού [Αν είναι ψευδώνυμο, ταιριάζει εξ αντιθέτου με τη Μαύρη Κάντιλακ – αν ζούσε ένας σύγχρονος Τειρεσίας θα καθόταν ίσως στο πίσω μέρος μιας μαύρης Κάντιλακ και θα απολάμβανε την ταχύτητα, το ουίσκι του «ον δι ροκς» ή μήπως το τζιν τόνικ;]. Αστειεύομαι. Και Τειρεσίας και Λυγερός λοιπόν. Έχει πολύ μέλλον στη γραφή και θα χαρώ να τον παρακολουθήσω εκ του σύνεγγυς (διά των τυπωμένων σελίδων –η απόσταση ασφαλείας είναι απαραίτητη για την απόλαυση ενός αριστουργήματος– και το εννοώ!)