Φοβάμαι πως τα συσσωρευμένα συναισθήματα

μέσα μου θα εκραγούν ξαφνικά και

θα με σκορπίσουν θραύσματα στο κενό.

Σαμπαχαττίν Αλί, Ο διάβολος μέσα μας

Ο Τούρκος μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, μεταφραστής, φωτογράφος, ποιητής και δημοσιογράφος Sabahattin Ali γεννήθηκε το 1907 στο Egridere της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σήμερα Ardino της Βουλγαρίας) και πέθανε μόλις το 1948 στο Kirklareli της Τουρκίας. Θεωρείται ο συγγραφέας του σοσιαλιστικού και του κριτικού ρεαλισμού της τουρκικής λογοτεχνίας. Έπειτα από μια πολύ δύσκολη παιδική ηλικία, σπούδασε παιδαγωγικά στην Κωνσταντινούπολη, και στο Πότσδαμ της Γερμανίας και από το 1930, όταν και επέστρεψε στην πατρίδα του, δίδασκε γερμανικά σε τουρκικά λύκεια. Συνελήφθη και φυλακίστηκε δύο φορές από τις αρχές λόγω ενός ποιήματός του, που ασκούσε κριτική στις πολιτικές του Ατατούρκ, και κατηγοριών περί κομμουνιστικής προπαγάνδας και το 1933 απελευθερώθηκε με αμνηστία. Μετά τις φυλακίσεις αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και του αφαίρεσαν το διαβατήριό του. Δολοφονήθηκε στα τουρκοβουλγαρικά σύνορα το 1948, κατά πάσα πιθανότητα από έναν λαθρέμπορο που είχε πληρωθεί για να τον βοηθήσει να περάσει τα σύνορα. Μια άλλη επικρατούσα εκδοχή υποστηρίζει ότι πέθανε από βασανιστήρια κατά τη διάρκεια της ανάκρισης από την τουρκική κυβέρνηση λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Από το 1950, τα έργα του είναι ευρέως διαδεδομένα στη Βουλγαρία και διδάσκονται στα σχολεία.

O εικοσιπεντάχρονος ήρωας γνωρίζει το 1940 τον Χατίφ ζαντέ Ραΐφ-εφέντη στην Άγκυρα, όταν απολύεται από τη θέση του απλού υπαλλήλου στην τράπεζα και συναντά τον συμμαθητή του Χαμντί, που του βρίσκει δουλειά στην εταιρία όπου εργάζεται. Τότε συναντά τον συνεργάτη στη νέα του δουλειά, και έναν από τους παλαιότερους στην εταιρία, τον μεταφραστή γερμανικών στα τουρκικά Ραΐφ-μπέη. Ο Ραΐφ-εφέντης έχει μία σαραντάχρονη σύζυγο, τη Μιχριγιέ-χανούμ και δύο κόρες, την έφηβη Νετζλά και τη δωδεκάχρονη Νουρτέν. Ο ήρωας γνωρίζεται με τον μεταφραστή και όταν ο τελευταίος αρρωσταίνει βαριά, ο ήρωας βρίσκεται με το τετράδιο με το μαύρο εξώφυλλο του Ραΐφ-εφέντη στα χέρια του, που ξεκινάει με την ημερομηνία 20 Ιουνίου 1933. Το ημερολόγιο αναγράφει ότι ο Ραΐφ-εφέντης γεννήθηκε στο Χαβράν της Δυτικής Τουρκίας και λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν τελείωσε το γυμνάσιο. Η καλλιτεχνική φύση του τον οδηγεί να σπουδάσει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Ιστάνμπουλ. Στη συνέχεια ο πατέρας του τον παροτρύνει να μάθει την τέχνη της αρωματικής σαπωνοποιίας στο Βερολίνο. Είκοσι τεσσάρων χρονών στο Βερολίνο αρχίζει να μαθαίνει τη γερμανική γλώσσα και να διαβάζει κλασικούς συγγραφείς. Έναν χρόνο μετά, στα εγκαίνια μιας έκθεσης νέων μοντερνιστών ζωγράφων, μαρμαρώνει στη θέα του πορτρέτου μιας γυναίκας που φοράει ένα γούνινο παλτό, το οποίο είναι η αυτοπροσωπογραφία της πρωτοεμφανιζόμενης ζωγράφου Μαρίας Πούντερ. Ο πίνακας λόγω της εκπληκτικής του ομοιότητας με το έργο «Η Μαντόνα με τις άρπυιες» του Αντρέα ντελ Σάρτο που απεικόνιζε την Παναγία, ονομάστηκε χιουμοριστικά από έναν αρθρογράφο «Η Μαντόνα με το γούνινο παλτό». Αναζητά στην πόλη και συναντά την εικοσιεξάχρονη Γερμανοεβραία ζωγράφο από την Τσεχία Μαρία Πούντερ. Πού θα οδηγήσει αυτή η γνωριμία δύο ανθρώπων διαφορετικής εθνικότητας και πολιτισμικής ταυτότητας και τι αντίκτυπο θα έχει στον ήρωα/αφηγητή;

Το βιβλίο περιλαμβάνει επιπλέον επεξηγηματικές σημειώσεις, επίμετρο,  βιβλιογραφία και τις ευχαριστίες της μεταφράστριας. Τέλος, ακολουθεί φωτογραφικό υλικό  του συγγραφέα και στιγμιότυπα από τη θεατρική διασκευή του έργου στην Τουρκία. Το μυθιστόρημα άλλαξε τον ρου της τουρκικής λογοτεχνίας λόγω της ρεαλιστικής του διάθεσης και της ειλικρίνειας του ύφους του. Το ημιαυτοβιογραφικό αυτό έργο είναι το σημαντικότερο του συγγραφέα και πρωτοδημοσιεύθηκε στα τουρκικά στις αρχές της δεκαετίας του 1940, χωρίς να σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία. Από το 2010, όμως, εξελίσσεται σε best seller στην Τουρκία, γίνεται παγκοσμίως γνωστό χάρη στη μετάφρασή του στα αγγλικά και σε πολλές άλλες γλώσσες, και προκαλεί κύμα ενθουσιωδών δημοσιευμάτων διεθνώς (από το οπισθόφυλλο). Διασκευάστηκε σε θεατρικό έργο, ενώ σχεδιάζεται μια κινηματογραφική μεταφορά του γερμανοτουρκικής παραγωγής.  Η εφημερίδα “The Guardianαναφέρεται στο έργο ως ένα best seller έκπληξη, όπου άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, το διάβασαν, το αγάπησαν και έκλαψαν με αυτό, όπως και οι “Financial Times” το χαρακτηρίζουν ως μία ιστορία για τον νεανικό έρωτα και την απογοήτευση, τις χαμένες ευκαιρίες και την άπιαστη φλόγα του πάθους (από το οπίσθιο αυτί). Η υφολογία, η δομή του κειμένου και η αφηγηματική πλοκή αυτού του τόσο πολύπλευρου και επίκαιρου μυθιστορήματος είναι τέτοια, που θα ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη, ο οποίος θα του αφιερώσει και μία δεύτερη περισσότερη διεισδυτική ανάγνωση. Και όπως πολύ εύστοχα αναφέρει η μεταφράστρια Ε. Ι. Σακαλή, το ζήτημα που τίθεται εδώ, πέρα από την ανθρώπινη ψυχολογία, το «είναι και το φαίνεσθαι» –η βασική αρχή του έργου–, είναι ότι οι άνθρωποι δεν είναι όπως φαίνονται.