Ζωγράφος, γραφίστας, μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος, ο Κάρολος Τσίζεκ γεννήθηκε το 1922 στην πόλη Μπρέσια της Ιταλίας από Τσέχους γονείς που κατάγονταν από τη νότια Βοημία. Από το 1928 ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και αργότερα ιταλική γλώσσα και λογοτεχνία στο ΑΠΘ, όπου δίδαξε στο ιταλικό τμήμα (1961-1988). Το 1940 γνωρίστηκε με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Υπήρξε βασικός συνεργάτης του ιστορικού περιοδικού της Θεσσαλονίκης Κοχλίας (1945-1948). Η συνεργασία του με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στην τυποτεχνική και καλλιτεχνική επιμέλεια του περιοδικού Διαγώνιος (1958-1983) αρχικά και των  Εκδόσεων της Διαγωνίου (1962-1998) λίγο αργότερα, υπήρξε η απαρχή μιας λαμπρής πορείας στο σχεδιασμό στην επιμέλεια εκδόσεων. Το 1987 απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια. Το 2002 βραβεύτηκε από το τσεχικό κράτος για το μεταφραστικό του έργο. Το 2005 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του «Στίχοι έρωτα και αγάπης» (εκδ. Μπιλιέτο).

Τα περισσότερα αφηγήματα του παρόντος τόμου δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά με εξαίρεση δύο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην παρούσα έκδοση, η οποία συνοδεύεται από σημειώσεις των επιμελητών και από ένα επίμετρο του Αλέξη Ζήρα. Εμβληματικό ανάμεσά τους –αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι– το αφήγημα που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, «Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής», όπου μαθαίνει κανείς για τόπους και σημεία που δεν υπάρχουν πια και που το πέρασμα του χρόνου έχει καλύψει – αν όχι η κοντή μνήμη των συγκαιρινών. Στο αφήγημα αυτό αποτυπώνεται, όμως, και ο τρόπος ζωής, η σκέψη και η νοοτροπία του δημιουργού, όταν ένα καλοκαίρι στήνει το αντίσκηνό του και δέχεται εκεί τους φίλους του. Αλλά και «Ο θείος Τσάις και το τέλος του συμπατριωτισμού» είναι ένα καταπληκτικό κείμενο που διατρέχει τα χρόνια από το Μεσοπόλεμο μέχρι και μετά το 1968 και με συνεχείς παρεκβάσεις (ίδιον του συγγραφέα, όπως θα φανεί και στα υπόλοιπα κείμενα) φθάνει να πει πως, κατά την περίοδο του κομμουνισμού, οι Τσέχοι στα ξένα δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον να γνωρίσουν συμπατριώτες τους, διαβρωμένοι βαθιά από απογοήτευση και από την καχυποψία με την οποία τους είχε εμποτίσει το καθεστώς.

Το αφήγημα «Αθρησκεία» είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα καταγραφή της σχέσης με τη θρησκεία του Τσίζεκ, ο οποίος αναφέρει ότι επέλεξε την ορθοδοξία ως τρόπο (αλλά και αναγκαία προϋπόθεση) για την πληρέστερη ένταξή του στο ελληνικό περιβάλλον (σελ. 104).Το αφήγημα «Γιόζεφ Ρασλ» κινείται στη «γραμμή» ενός παράδοξου: ενώ φαίνεται, κατ’ αρχήν, να εμπνέεται από τον εφευρέτη της έλικας ως προωστήριο μέσο στα πλοία αντί των τροχών, που ήταν πολύ γνωστός στους συμπατριώτες του αλλά παντελώς άγνωστος στους Έλληνες, μετατρέπεται σε μια σχεδόν σχολαστική περιήγηση στο χώρο και στο χρόνο, για να καταλήξει σε μια έκφραση του ιδιότυπου, πράγματι, χιούμορ των Τσέχων (σελ. 132).

Η ιστορία της Τσεχοσλοβακίας πίσω από τη «Βελούδινη επανάσταση» μόνο βελούδινη δεν ήταν. Ένα απόσπασμα για την αυτοπυρπόληση του Γιαν Πάλαχ το 1969 μέσα από την αναπαραγωγή ενός κειμένου της «Χάρτας 77» των αντιφρονούντων μοιάζει πολύ επίκαιρο στις μέρες μας (σελ. 136).  Το «Στήσιμο ξένου περιπτέρου», τέλος, είναι η επιτομή, θα έλεγε κανείς, της συμπεριφοράς των τεχνοκρατών που επί κομμουνισμού εκπροσωπούσαν τη χώρα τους σε εκδηλώσεις, όπως η ΔΕΘ, στη Δύση: καχυποψία και χαφιεδισμός, επίδειξη αλαζονείας και σκληρότητας προς τους κατώτερους, κρυφά τραύματα που το σύστημα εκμεταλλεύτηκε για να επιβληθεί. Τελικά, όλα τα ανελεύθερα καθεστώτα στηρίζονται από κάποιους που φωνασκούν, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία παραμένει σιωπηλή και αμέτοχη…

Μέσα από τα αφηγήματα του Κάρολου Τσίζεκ προβάλλουν πολλές πλευρές της πολυεθνικής Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου, αλλά και πτυχές της προσωπικότητας του ποιητή και καλλιτέχνη που φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της καταγωγής του. Ενός ανθρώπου που έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή σε μια «ξένη» πόλη (και χώρα) αλλά που η ιστορία της πατρίδας του, η ζωή και οι συνήθειες, τον διαπότισαν και τον διαμόρφωσαν. Η πρόσμειξη του κεντροευρωπαϊσμού με την ιστορία, την παράδοση, τα τοπία μιας χώρας που βρίσκεται στην περιφέρεια (ή στην άκρη) της Ευρώπης, γεωγραφικά και πολιτισμικά, είναι τελικά ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της γραφής του και μια ενδιαφέρουσα (αν μη τι άλλο) πρόσληψη της δικής μας πραγματικότητας.