Τρόμος αλά ισλανδικά

Η εξαιρετικά επιτυχημένη και πολυβραβευμένη συγγραφέας αστυνομικών θρίλερ Yrsa Sigurdardottir, παραδίδει στο κοινό της ένα μεταφυσικό θρίλερ, που παγώνει το αίμα ακριβώς όπως συμβαίνει στους ήρωές της που καταδιώκονται από αόρατους διώκτες στα χιόνια της Ισλανδίας.

Και κατά τη γνώμη μου, παρακολουθώντας τη συγγραφέα από το πρώτο της βιβλίο που εκδόθηκε στα ελληνικά (Ο Κύκλος του Κακού, 2010, Διήγηση), αυτό ακριβώς το μείγμα αστυνομικού μυστηρίου με το μεταφυσικό, είναι εκείνος ο συνδυασμός όπου αποδίδει τα μέγιστα η δυνατή συγγραφική της πένα. Γιατί πολύ απλά το έχει απολύτως, αυτή είναι η φλέβα της: Τόσο στον Κύκλο του Κακού, όσο και στην Εκδίκηση (2014, Μεταίχμιο), αλλά και τώρα στη Λεία, είναι εξπέρ στο να χτίζει αργά και βασανιστικά αυτήν την ατμόσφαιρα ζοφερής απειλής από το Υπερπέραν, που σφίγγει σαν κλοιός όλο και στενότερα γύρω από τους ήρωές της – και τον αναγνώστη…

Εξαιρετική επίσης στις περιγραφές των παγωμένων τοπίων της πατρίδας της, αλλά και των «παγωμένων» ανθρώπινων σχέσεων στην κοινωνία της Ισλανδίας, κάνοντάς έτσι και το ανάλογο κοινωνικό σχόλιο, δημιουργεί σκοτεινές ιστορίες όχι μόνο ως προς την πλοκή, αλλά και ως προς την ψυχολογική ατμόσφαιρα. Ανοίγεις το βιβλίο και μπαίνεις σε έναν κόσμο που σε παγιδεύει μέχρι την τελευταία σελίδα, και ενώ αντιλαμβάνεσαι ότι τίποτα καλό δεν περιμένει τους ήρωες παρακάτω, δεν μπορείς να σταματήσεις να διαβάζεις πριν εκείνη αποφασίσει να δώσει το τέλος.

Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο, με διαφορετικές γραμμές αφήγησης, αφού η πλοκή εξελίσσεται σε τρία επίπεδα: ένα στο πρόσφατο παρελθόν και δύο στον τρέχοντα χρόνο αφήγησης, που σταδιακά διαπλέκονται όλο και πιο στενά μέχρι τις τρεις αντίστοιχες ανατροπές του κλεισίματος της ιστορίας.

Μια ομάδα ανθρώπων αγνοείται επί αρκετές μέρες σε έναν παγετώνα χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο που βρέθηκαν εκεί. Το μόνο που γνωρίζουν οι διασώστες που τους αναζητούν, είναι ότι εγκατέλειψαν χωρίς προφανή αιτία το καταφύγιό τους, περιπλανώμενοι μέσα στις άγριες καιρικές συνθήκες της περιοχής. Παράλληλα, εμείς ως αναγνώστες παρακολουθούμε τα όσα οι αγνοούμενοι βιώνουν προσπαθώντας να επιβιώσουν εντελώς αποκομμένοι από τον πολιτισμό, ενώ συνειδητοποιούν σταδιακά ότι κάτι σκοτεινό τούς καταδιώκει μέσα σε εκείνη την παγωμένη έρημο…

Την ίδια ώρα, παράξενα γεγονότα συμβαίνουν κάθε βράδυ σε έναν απομονωμένο σταθμό ραντάρ έξω από τη μικρή επαρχιακή πόλη της περιοχής: τα θυροτηλέφωνα χτυπούν δαιμονισμένα, ενώ οι κάμερες ασφαλείας δείχνουν ότι δεν υπάρχει κανείς στην πύλη, μηχανήματα μπαίνουν σε λειτουργία και σταματούν μόνα τους, και ο αδέσποτος γάτος που συντροφεύει τον υπεύθυνο της βραδινής βάρδιας κρύβεται τρομοκρατημένος κάθε φορά που τα περίεργα φαινόμενα διαδραματίζονται…

Ένας νεκρός τάρανδος δίπλα σε ένα παγωμένο ανθρώπινο πτώμα, ένα παιδικό παπουτσάκι που εμφανίζεται δεκαετίες μετά τον θάνατο του κοριτσιού που το φορούσε, μία τρύπα στα βράχια της ακτής μέσα από την οποία τα ορμητικά κύματα «καταπίνουν» όποιον πλησιάσει ανυποψίαστος, είναι τα κομβικά σημεία, αλλά και τα σύμβολα, όπου αυτές οι επί μέρους ιστορίες-αφηγηματικές γραμμές διασταυρώνονται, συνδέονται και τελικά αποκαλύπτουν τη φρικτή τους αλήθεια…

Η αινιγματική ιστορία που διαδραματίζεται στη Λεία είναι καλοδουλεμένη μέχρι κεραίας, ενώ η Sigurdardottir αντιπαραθέτει εξαιρετικά τον μεταφυσικό τρόμο με την ανθρώπινη «κοινοτοπία του κακού», αφήνοντας τον αναγνώστη να αποφασίσει τι από τα δύο είναι πιο τρομακτικό…