Ο χειρότερος εχθρός
Ξυπνάς σ’ ένα δωμάτιο με πράσινους τοίχους. Δε μοιάζει με το δικό σου, όμως λες πιθανόν να κοιμήθηκες σε φιλικό σπίτι. Άλλωστε το προηγούμενο βράδυ τα έχεις πιει με παρέα κι από ένα σημείο κι έπειτα δεν θυμάσαι και πολλά. Σηκώνεσαι, φωνάζεις μήπως βρίσκεται κάποιος στο σπίτι, όμως ησυχία απλώνεται παντού. Κοιτάς καλύτερα το δωμάτιο: ένας πίνακας, ένα γραφείο, ένας υπολογιστής, ένα μικρό μπάνιο. Και η πόρτα εξόδου. Προχωράς προς την πόρτα, κατεβάζεις το χερούλι, όμως η πόρτα μένει ακίνητη, είναι κλειδωμένη. Φωνάζεις και πάλι, όμως καμία απάντηση δεν ακούγεται. Η κατάσταση αρχίζει και γίνεται ανησυχητική.
Έτσι ξεκινάει η νουβέλα του πρωτοεμφανιζόμενου Δημήτρη Γράψα. Ο ήρωάς του, ο Χ., που καθ’ όλη την ιστορία δεν αποκαλύπτεται το όνομά του, ξυπνά το πρωινό της 21ης Σεπτεμβρίου σ’ ένα ξένο σπίτι. Γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται φυλακισμένος, χωρίς να γνωρίζει πού και από ποιον. Και νιώθει τελείως μόνος –ξεχασμένος ίσως– μέχρι που κάποιος έξω από το δωμάτιο ανάβει το φως. Προσπαθεί να συνομιλήσει μαζί του, να καταλάβει τι συμβαίνει, για ποιο λόγο τον κρατούν αιχμάλωτο, όμως οι προσπάθειές του αποβαίνουν άκαρπες.
Καθώς οι ημέρες περνούν, ο Χ. έχει συνηθίσει τον εγκλεισμό του στο δωμάτιο με τους πράσινους τοίχους. Κάθε προσπάθεια απελευθέρωσης είναι μάταιη. Ακόμα κι όταν προσπάθησε μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο, διαπίστωσε ότι η πρόσβαση είναι περιορισμένη. Και οι ώρες μοιάζουν ατελείωτες στην προσωπική φυλακή του. Ώσπου κάποια στιγμή βρίσκει την πόρτα ανοιχτή…
Η αφήγηση στο κείμενο του Δημήτρη Γράψα γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, μόνο στο τέλος γίνεται πρωτοπρόσωπη όπου ο ήρωας αφηγείται στον αναγνώστη την τελική έκβαση. Η πρόζα του συγγραφέα είναι θελκτική και αν συνυπολογίσουμε την απουσία ηρώων και συνεπώς διαλόγων, η σκιαγράφηση της ψυχοσύνθεσης του ήρωα και η μετάβαση από τη στιγμή που ξυπνάει μέχρι που βρίσκει την πόρτα ανοιχτή αποτελούν το επίκεντρο της νουβέλας και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Αν και ως πλοκή δεν πρόκειται για κάτι πρωτότυπο, ωστόσο έχει πάντα μεγάλο ενδιαφέρον το να δει ο αναγνώστης πώς θα χειριστεί ο συγγραφέας την ιστορία του. Κι σ’ αυτό το βιβλίο ο Δημήτρης Γράψας πετυχαίνει να δημιουργήσει ασφυκτική ατμόσφαιρα και να αποτυπώσει το ψυχογράφημα ενός ανθρώπου με πολλαπλές διακυμάνσεις.
Τέλος, θέλω να σημειώσω και το εξαιρετικό εξώφυλλο των εκδόσεων Καστανιώτη, λιτό και αντιπροσωπευτικό της ιστορίας μέσα στο βιβλίο.