Η γυναικεία σεξουαλικότητα στις αρχές του 20ού αιώνα

 

Ο Αυστριακός Άρτουρ Σνίτσλερ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους συγγραφείς αν και το έργο του, ιδιαίτερα στη χώρα μας, άργησε να αναγνωριστεί. Τώρα πια είναι γνωστός τόσο για τα αφηγηματικά όσο και τα θεατρικά του έργα και είναι κοινώς αποδεκτό ότι πρόκειται για έναν από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης λογοτεχνίας. Αρκετές φορές έχουν παρουσιαστεί θεατρικά του έργα στην ελληνική σκηνή, με πιο γνωστό το Γαϊτανάκι. Η Κυρία Μπέρτα Γκάρλαν δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε εφημερίδα το 1900, προτού εκδοθεί το 1901 ως αυτοτελές έργο.

Η Μπέρτα, μια νεαρή χήρα και μητέρα ενός 5χρονου αγοριού, ζει μια μονότονη ζωή σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Κάποια μέρα, διαβάζοντας την εφημερίδα βλέπει ένα άρθρο για τον Εμίλ, το νεανικό της έρωτα, που τώρα είναι ένας διάσημος βιολονίστας και τότε τα θαμμένα της συναισθήματα και η δίψα της για ζωή ξυπνούν. Αποφασίζει να επισκεφτεί τη Βιέννη μαζί με τη φίλη της, την Άννα, η οποία πηγαίνει εκεί συχνά, ενώ ο ανάπηρος άντρας της μένει πίσω. Κάποια στιγμή η Μπέρτα θα τολμήσει να επικοινωνήσει με τον Εμίλ κι εκείνος θα ανταποκριθεί. Θα συναντηθούν και θα περάσουν ένα βράδυ μαζί. Όταν η Μπέρτα γυρίζει, ανακαλύπτει ότι η Άννα πεθαίνει έχοντας μολυνθεί κάνοντας έκτρωση στο παιδί του εραστή της. Και η Μπέρτα θα σταθεί δίπλα της παίρνοντας ταυτόχρονα αποφάσεις για το δικό της μέλλον.

Η γραμμική αφήγηση αυτής της ιστορίας διανθίζεται από τους εσωτερικούς μονολόγους και τα όνειρα της Μπέρτα κι έτσι το μυθιστόρημα σε ορισμένα σημεία θυμίζει ένα ψυχολογικό πορτρέτο της πρωταγωνίστριας. Όλο το αφήγημα εκτυλίσσεται σε δυο βδομάδες που θα της χαρίσουν τόση γνώση και συγκίνηση όση δεν της χάρισαν τα προηγούμενα χρόνια της ενήλικης ζωής της. Η ανάγκη της να δει τον Εμίλ έρχεται να καλύψει το ξύπνημα της σεξουαλικότητάς της κι αυτό είναι φανερό από τον τρόπο που αφήνει ο συγγραφέας να εισχωρήσουν στο μυαλό της σκέψεις για άλλους άντρες. Όμως, η Μπέρτα είναι μια γυναίκα που ζει σε μια συντηρητική κοινωνία και θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί αμέσως μετά το θάνατο της Άννας. Δεν μπορεί να περιοριστεί στο ρόλο της περιστασιακής ερωμένης και νιώθει ότι δεν αξίζει να διακινδυνέψει τη ζωή της γι’ αυτό. Θα συνεχίσει από εκεί που βρισκόταν, νιώθοντας την αδικία της κοινωνίας που αρνείται τις ίσες ευκαιρίες στα δυο φύλα ακόμα και στην απόλαυση του έρωτα.

Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει την Μπέρτα την «Αυστριακή μαντάμ Μποβαρύ». Ωστόσο, η Μπέρτα αποδεικνύεται πιο ρεαλίστρια από τη Γαλλίδα ηρωίδα: για την Μπέρτα δεν τίθεται θέμα αυτοκτονίας, η ζωή είναι αυτή που είναι και αυτή συμβιβάζεται και προχωρά.

Πολύ καλή η προσπάθεια της μεταφραστικής ομάδας και εξαιρετικά χρήσιμη η εισαγωγή της κυρίας Αντωνοπούλου.