Σε αυτή τη χώρα όπου ακούγονται ακόμα λέξεις από τα Ομηρικά έπη, είναι φυσικό ο κριτικός λόγος να αφορά και να ασκείται από ποιητές και πεζογράφους υψηλής αισθητικής. Ένας από αυτούς, ο πλέων “εμμανής”, ο πλέον επίμονος, ο μέχρι θανάτου αφοσιωμένος στην κριτική θεάτρου, ήταν ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης. Έγραφε αδιάκοπα θεατρικά δοκίμια που δημοσιεύονταν στην ανάλογη στήλη κριτικής της εφημερίδας “Καθημερινή” από το 1976 έως και το 2011 (χρονιά που αποδήμησε σε άλλους φωτεινότερους ουρανούς).

Στον έκτο τόμο των δημοσιευμένων κριτικών του, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, και με τον συμβολικά υποδηλωτικό τίτλο “Η Κρίση του Θεάτρου” (γιατί πότε δεν ήταν σε κρίση το θέατρο και ειδικά ο άνθρωπος που αναζητεί εικόνα του εαυτού του και του κόσμου που τον περιβάλλει στη διονυσιακή αυτή τέχνη;)…, στον έκτο λοιπόν τόμο του κριτικού του έργου συμπεριλαμβάνονται και τρεις κριτικές που δημοσιεύτηκαν μετά τον πρόωρο αλλά ουχί αδόκητο θάνατό του, αφού ο Χάροντας είχε προαναγγείλει δεόντως την αργή μετάσταση ενός πνευματικού εργάτη που αντιμετώπισε με γενναιότητα αυτή τη “slow-motion” αποχώρηση από τη σκηνή του θεάτρου που λέγεται κόσμος.

Μελέτησα πρώτες αυτές τις “μεταθανατίως δημοσιευμένες” κριτικές, ως κύκνειο άσμα ενός ανθρώπου που πρώτα βγήκε η ψυχή του και μετά το “χούι” του κριτικού θεάτρου και εξεπλάγην με την παρρησία έκφρασης της υποκειμενικής του γνώμης και την πλήρη αυτογνωσία κι αυτοσυνείδηση του απονενοημένου διαβήματος αυτής της διατύπωσης, μιας άποψης κατά τα άλλα “ιδιωτικής”, αφού δεν υπάρχει καμία επιστήμη του θεάτρου που να αποτιμά με κοινώς παραδεδεγμένα μέτρα και σταθμά την “αντικειμενική” πραγματικότητα μιας καλλιτεχνικής πράξης, η οποία, όχι μόνο διαφοροποιείται από βράδυ σε βράδυ, αλλά μεταλλάσσεται δυναμικά σε κάτι άλλο, απρόβλεπτο, λεπτό προς λεπτό, ανάλογα με τις αντιδράσεις των θεατών και τις δυναμικές διαφοροποιήσεις των συντελεστών.

Είναι παγκοίνως γνωστόν ότι μια βιντεοσκοπημένη παράσταση απέχει πολύ από το ζωντανό θεατρικό γεγονός, λειτουργεί μάλλον σαν σουβενίρ παρά ως αδιαμφισβήτητη καταγραφή του καλλιτεχνήματος. Σε μια τόσο φευγαλέα και διαβατική τέχνη, ακόμα κι ο ρόλος του κριτικού είναι πρόσκαιρος, χιμαιρικός κι αμφιβόλου αποτελεσματικότητος. Το κοινό έχει το δικό του κριτήριο, ανεβάζει και κατεβάζει πυρετό χωρίς να μπορεί ν’ ανιχνεύσει κανείς τον ιό που τον προκάλεσε και χωρίς βεβαίως να υπάρχουν τα ανάλογα φάρμακα για την καταστολή ή ηθελημένη πρόκληση αυτού του συμπτώματος.

Αντιθέτως, οι στίχοι των ποιητών, εφ’ όσον καταγραφούν κι αποτυπωθούν μία φορά, εγγράφονται στην αιωνιότητα κι από εκεί ξεκινούν το διαχρονικό ταξίδι τους στον αιθέρα, προκειμένου να επηρεάσουν την καρδιά, τη νόηση, το θυμικό ή το λογιστικό μέρος αναγνωστών που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα.

Ο Γιάννης Βαρβέρης είναι σημαντικός ποιητής εγνωσμένης αξίας και ήταν αναγνωρισμένος θεατρικός κριτικός. Οι στίχοι του λειτουργούν αυτοτελώς και συγκινούν ακόμα. Οι κριτικές του, όμως, προϋποθέτουν τη θέαση της αντίστοιχης παράστασης, έχουν μιαν επικαιρότητα και μια προσκαιρότητα. Η ποιητική παραγωγή δεν έχει ημερομηνία λήξης, παρά μόνον αυτήν που καθορίζει με το αλάθητο κριτήριό του ο Χρόνος. Η κριτική τέχνη του θεάτρου, λίγα χρόνια μετά το πρωτότυπο θεατρικό γεγονός, αφορά μόνον τους ιστορικούς και τους θεωρητικούς του θεάτρου, που επιχειρούν να ανασυστήσουν το θεατρικό γεγονός από τον απόηχό του ή να βγάλουν συμπεράσματα κοινωνιολογικά, εθνολογικά ή άλλου είδους.

Με αυτές τις σκέψεις ξαναδιάβασα πολλά από τα κείμενα κριτικής του Γιάννη Βαρβέρη και μελαγχόλησα αναλογιζόμενος ότι η ποίησή του και η κριτική του ενασχόληση ήταν μεν συγκοινωνούντα δοχεία, συνύφαναν την πολύχρωμη προσωπικότητά του, αλλά αδίκησαν ίσως τον ποιητή, που θα είχε ίσως άλλο πέταγμα, αν φύλαγε την εκφραστική του ζέση για αμιγώς πρωτότυπα λογοτεχνικά προϊόντα, χωρίς να προβαίνει στη διαμεσολάβηση του θεατρικού κώδικα προς όφελος των επίδοξων θεατών.

Όμως και η θεατρική κριτική είναι λογοτεχνικό είδος κι ο Γιάννης Βαρβέρης διέπρεψε σε αυτήν. Η λόγια ιδιόλεκτός του, η φανερή ή κρυφή ειρωνεία του, ο κοινωνικής στοχεύσεως υποφώσκων σαρκασμός του, μετέτρεψαν τα θεατρικά του δοκίμια σε ασκήσεις γλώσσας και ύφους που τροφοδότησαν την απολύτως προσωπική και πρωτότυπη ποιητική παραγωγή του.

Γι’ αυτό προτείνω η κριτική και ποιητική του ενασχόληση να συνεκτιμηθούν και να συνεξετασθούν ως ενιαία κι αδιαίρετη ενότητα, έργο ζωής (για να μην πω θυσία) μιας πολύπλευρης, πολυπρισματικής κι εξέχουσας προσωπικότητας των Γραμμάτων και Τεχνών.

Όσο για το “γαλαντόμος” του τίτλου αυτού του ταπεινού άρθρου μου, ο Γιάννης Βαρβέρης, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν, ήταν ιδιαίτερα ευγενής ακόμα κι όταν, σπανίως, γινόταν ή αναγκαζόταν να γίνει κατακεραυνωτικός. Κι αυτό οφείλεται στο ποιητικό ύψος όπου εκινείτο η ανώτερη πνευματικότητά του.

Θα μας μείνει στη μνήμη ως ένα πρόσωπο που ανθυπομειδιά με κατανόηση για την απέλπιδα ανθρώπινη κατάσταση.

Η πλήρης αποδοχή του θανάτου ήταν γι’ αυτόν πράξη κατάφασης στο μυστήριο της Ζωής, το αξεδιάλυτο.