Από πού πάνε για την κόλαση;

«Και αν υπάρχει Θεός;

Και αν υπάρχει Παράδεισος;

Και αν υπάρχει Κόλαση;

Και αν… αν… είμαστε όλοι ήδη εκεί;»

Δεκαοχτώ μήνες μετά την υπόθεση της Μαριονέτας και, ενώ η Έμιλι Μπάξτερ, αρχιεπιθεωρήτρια πλέον, παλεύει να αποδεχθεί το γεγονός της εξαφάνισης του φίλου της Γουίλιαμ Φοκς (Γουλφ), ένα πτώμα με τη λέξη «δόλωμα» χαραγμένη στο στήθος βρίσκεται κρεμασμένο από τη γέφυρα του Μπρούκλιν. Και λίγο αργότερα, ένα δεύτερο με τη λέξη «μαριονέτα» πάνω του ανακαλύπτεται στο Λονδίνο. Και στις δύο περιπτώσεις οι δολοφόνοι αυτοκτονούν. Και έπειτα οι στόχοι αλλάζουν και οι δολοφονίες στρέφονται κατά αστυνομικών. Με τους δολοφόνους τους να έχουν την ίδια κατάληξη – αυτοκτονία. Ενώ το ίδιο μακάβριο χαραγμένο μοτίβο «δολώματος»-«μαριονέτας» εξακολουθεί να εμφανίζεται – κάτι σαν υπογραφή των δολοφόνων.

Ποιος κινεί τα νήματα των μαριονετών; Με ποιο σκεπτικό επιλέγονται τα δολώματα; Ποιον θέλουν να προσελκύσουν; Ποιος «θεός» βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας και με τι τρόπο πείθει τους ακολούθους του να τον υπακούουν τυφλά; Και ο απώτερος σκοπός του;

Μητροπολιτική Αστυνομία, Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Υόρκης, FBI και CIA ενώνουν τις δυνάμεις τους. Κινούμενοι σε δύο ηπείρους, σε Νέα Υόρκη και Λονδίνο, κυνηγούν το ανέφικτο. Όποτε εντοπίζουν έναν ύποπτο, αποδεικνύεται ότι ο δολοφόνος βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά, σκορπώντας τον θάνατο, μαζικά πια, και μετατρέποντας τους τόπους του μακελειού σε κόλαση – μοναδικός ο τρόπος του Cole να μεταφέρει στους αναγνώστες τόσο τον τρόμο μπρος στην επικείμενη καταστροφή, όσο και τη γαλήνη των ηρώων πριν από το τέλος. Και το ανθρωποκυνηγητό μόλις έχει ξεκινήσει.

Η αρχιεπιθεωρήτρια Μπάξτερ και ο ειδικός πράκτορας Ρους συνεργάζονται στενά. Με τον χρόνο να κυλάει εναντίον τους και με το επόμενο θύμα να εμφανίζεται από το πουθενά, σύντομα φτάνουν στα όριά τους. Σε κάθε τους βήμα, καθημερινά, έρχονται αντιμέτωποι με την πιθανότητα του θανάτου, ενώ, έπειτα από κάθε μάχη, βγαίνουν σημαδεμένοι –με ανεξίτηλα σημάδια στο σώμα τους κάποιες φορές, αλλά και στην ψυχή τους–, το ίδιο δυνατοί όμως και αποφασισμένοι να συνεχίσουν μέχρι τέλους. Η αδρεναλίνη τρέχει στο αίμα τους και χωρίς δράση και κίνδυνο αδυνατούν να ζήσουν.

Ο Daniel Cole γράφει το δεύτερο κατά σειρά μυθιστόρημα της τριλογίας του, με τίτλο «Η κρεμάλα» και για μια ακόμα φορά καταφέρνει να καθηλώσει τους αναγνώστες του. Με γρήγορο, καταιγιστικό ρυθμό αφήγησης, με τους ήρωες να δίνουν μάχη με τον χρόνο και τα κεφάλαια να τιτλοφορούνται με ημερομηνία και ώρα σε ακρίβεια λεπτού, η αγωνία κυριολεκτικά καλπάζει. Ενώ οι σκηνές παραπέμπουν ευθέως στην «κόλαση» του Δάντη.

Χαρακτηριστικό δε είναι ότι οι ήρωες είναι ολοκληρωμένοι και πολυδιάστατοι. Ζουν, πονούν, δρουν, συμπεριφέρονται ανθρώπινα. Καθένας τους κουβαλάει την ιστορία του, τις πληγές του, τραύματα που δεν κλείνουν με τίποτα. Και όλα αυτά τους έχουν καθορίσει, «ορίζουν» τη συμπεριφορά τους, δικαιολογούν τις πράξεις τους.

Στην «Κρεμάλα» του, ο Cole πραγματεύεται ζητήματα, όπως η τρομοκρατία στις μεγαλουπόλεις. Μελετά τον τρόπο που η απώλεια μπορεί να επηρεάσει διαφορετικά τους ανθρώπους ωθώντας τους να βγάλουν τον καλύτερο ή τον χειρότερό τους εαυτό. Καταπιάνεται με τη χειραγώγηση ευάλωτων ανθρώπων είτε από την εξουσία και τον Τύπο, είτε από θρησκευτικούς ποιμένες ή απλά από συνεργάτες και φίλους.

Πεντακόσιες χορταστικές σελίδες, που διαβάζονται απνευστί, και δεν θα απογοητεύσουν τους φανατικούς του είδους.