Πρωτότυπο, μυστηριώδες, περιπετειώδες, αινιγματικό, με έντονους συμβολισμούς κι ένα ύφος παραληρηματικό που δημιουργεί την αίσθηση ότι γράφτηκε μέσα σε μια νύχτα, παρά την τεχνική του αρτιότητα, «H κόκκινη Μαρία» δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη λογοτεχνική απόπειρα, αλλά αφήνει το στίγμα μιας νέας οπτικής στη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα.
Πρώτα απ’ όλα το θέμα του βιβλίου, τα κακοποιημένα παιδιά, τα παιδιά των φαναριών, τα παιδιά που βασανίζονται πέφτοντας θύματα εκμετάλλευσης των ενηλίκων που έχουν χάσει προ πολλού τη δική τους αθωότητα, τα παιδιά-θύματα του trafficking αλλά και θύματα κάθε διαβρωμένης συνείδησης που ασελγεί ασύστολα πάνω στην παιδική αγνότητα, ίσως αποτελεί έναν από τους πιο επίκαιρους προβληματισμούς που απασχολούν παγκοσμίως τις κοινωνίες. Ο Κυριάκος Αθανασιάδης, όπως έχει αποδείξει με όλη του την εργογραφία για παιδιά και ενηλίκους, αφουγκράζεται με προσοχή τις αγωνίες της εποχής του μετουσιώνοντάς τες σε λόγο πολιτικό με την ευρεία έννοια του όρου και «ένδυμα» συχνά ποιητικό και όχι απλώς μυθιστορηματικό.
Ο πολυεπίπεδος χαρακτήρας του έργου είναι ένα δεύτερο στοιχείο που το καθιστά μοναδικό. Δεσπόζουσα φιγούρα, η μάνα, αυτή η κόκκινη Μαρία που συμβολίζει την a priori αυτοθυσία της μητρότητας. Έτσι, το σύγχρονο, επίκαιρο στοιχείο των χαμένων παιδιών διασταυρώνεται με το διαχρονικό λογοτεχνικό μοτίβο της μητρότητας προσφέροντας ένα εντελώς πρωτότυπο γλωσσικά και θεματολογικά έργο.
Οι δυο βασικοί ήρωες, ο Άρης και η Ζένια, προερχόμενοι από τον μαγικό κόσμο των παιδιών, και οι δυο ενήλικες που τους πλαισιώνουν, ο πατέρας του Άρη και η μητέρα της Ζένιας, που δρουν, σκέφτονται και αντιλαμβάνονται μια παράλληλη ρεαλιστική πραγματικότητα, μένοντας στη σκιά των παιδιών τους, διαμορφώνουν το τέλειο πλαίσιο για να πλέξει την περίτεχνη δράση του ιδιόρρυθμου αυτού έργου ο δημιουργός του, διαπλέκοντας το μυστήριο, τα παραμυθικά στοιχεία και έναν αστικό ρεαλισμό άψογα σμιλευμένο σ’ αυτό το βιβλίο.
Το εύρημα του Αθανασιάδη, να χωρίσει το έργο του στον πάνω κόσμο των μεγάλων και στον κάτω κόσμο των παιδιών, εκεί που καταλήγουν και γίνονται σκιές καμωμένες από δάκρυα τα χαμένα παιδιά του πάνω κόσμου, εξασφαλίζει την αντιδιαστολή του συμβολικού με το ρεαλιστικό γίγνεσθαι. Σε αρκετά σημεία δημιουργείται στον αναγνώστη μια παραμυθική αίσθηση που συνειρμικά φέρνει στο νου το παραμύθι του Πήτερ Παν . Ο Αθανασιάδης ωστόσο στιγμή δεν πλατειάζει και δεν παρασύρεται μένοντας περιχαρακωμένος στην ιστορία του και στα αυστηρά όρια του θεματολογικού του πυρήνα, τη μητρότητα και την παιδική κακοποίηση, δίνοντας έναν έντονα ρωμαλέο χαρακτήρα στο μυθιστόρημά του που ξεφεύγει από τις καθιερωμένες φόρμες.
Η γλώσσα του είναι ιδιαίτερα ευρηματική και σε συνδυασμό με το ρέον, αυθόρμητο ύφος, ένα ύφος που βγάζει έντονη αγωνία και οδύνη, καταφέρνει να αποδώσει με ιδιαίτερη έμφαση τα συναισθήματα που προσεγγίζει ο συγγραφέας. Η χρήση των επιθέτων και των μεταφορών εντυπωσιάζουν.
«Τα χρόνια κουβαριάζονται στο καλάθι τους»
«Είδε και άκουσε και μύρισε και γεύτηκε μια μεγάλη μπουκιά από ολόφρεσκο, ατσαλάκωτο, αχρησιμοποίητο μέλλον»
«δέκα λεπτά που έφυγαν και τσαλακώθηκαν και πετάχτηκαν στο καλάθι με τα περασμένα λεπτά, με τις περασμένες ώρες, με τις περασμένες μέρες, στο καλάθι του ξοδεμένου χρόνου»
«Τα μαλλιά της έτσι και τα χάιδευες, θα σε γέμιζαν καλοσύνη και θα ζέσταιναν την καρδιά σου»
Μα και πέρα από τα καλολογικά στοιχεία, ολόκληρο το βιβλίο αποτελεί μια γιορτή εμβάθυνσης και στοχασμού.
«Όλα χάνονται στη ζωή. Δεν υπήρχε τέρμα. Όσο το πλησίαζες, τόσο εκείνο απομακρυνόταν. Δεν υπήρχε τέρμα. Μόνο ένα διαρκές τρέξιμο να προλάβεις κάτι»
«Ίσως έχω πολλές πληγές. Πληγές που πονάνε και μου θυμίζουν ότι υπάρχω. Και που με έφεραν εδώ. Όπου δεν υπάρχω. Ψέμα-αλήθεια, ψέμα-αλήθεια, ψέμα και αλήθεια. Απροσδιοριστία… Ξέρεις τι; Είμαστε η σκιά της πόλης, κι είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό που είναι φτιαγμένες οι πληγές. Γι’ αυτό θυμόμαστε. Γι’ αυτό μας ξεχνούν. Απροσδιοριστία…»
Η εικονοπλασία του έργου έχει επίσης μοναδική δυναμική στο μυθιστόρημα. Η εικόνα μιλάει. Παίρνει τη θέση του λόγου και αποδίδει συναισθήματα με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό.τι οι λέξεις.
«Ο μικρός κοντοστάθηκε και τον κοίταξε. Είχε ένα βλέμμα πεινασμένου αγριμιού που θέλει να φάει απ’ το χέρι σου αλλά ταυτόχρονα φοβάται να πλησιάσει».
«Προχωρούσε με την ατάραχη σπουδή ενός κομματιού μάρμαρο να απαλλαγεί απ’ ό,τι περιττό για να γίνει άγαλμα».
Η διαχείριση της αφαιρετικότητας μέσα στο έργο είναι υποδειγματική. Λέξη περιττή, λέξη παραπάνω απ’ όσα η οικονομία της τελειότητας επιτρέπει. Οι φράσεις συχνά έχουν αποφθεγματική δυναμική:
«Το Πράγμα έβγαλε ένα μαχαίρι, κρύο σαν ψέμα ανάμεσα σε δύο φιλιά. Ένα σωματάκι μπήκε ανάμεσα στο ατσάλι και το σώμα του Άρη, και κατάπιε τη μαχαιριά φιλώντας τη στο στόμα».
Κι αυτό το σωματάκι που μοιάζει με της Ζένιας αλλά ήταν της Μαγκνταλίνας με τα κόκκινα ματωμένα μαλλιά είναι η αρχή για το βιβλίο του Αθανασιάδη, ένα βιβλίο που δεν έχει ηλικία παρά μόνο παραλήπτες που σέβονται τα παιδιά και παιδιά που αντέχουν να κρίνουν τη σαθρότητα των ενηλίκων. Γιατί η κόκκινη Μαρία δεν είναι απλώς η ηρωίδα ενός ακόμη μυθιστορήματος: είναι η προσωποποίηση όλων των μανάδων που βιώνουν την απώλεια των παιδιών τους και στοιχειώνουν προστατεύοντας τις μνήμες τους. Και το κόκκινο των μαλλιών της, είναι το απόσταγμα απ’ τις πληγές των μανάδων όλου του κόσμου από πάντα και για πάντα…