Ο πολωνός ποιητής Τσέσλαβ Μίλος γεννήθηκε το 1911 σε ένα χωριό της σημερινής Λιθουανίας και πέθανε το 2004 στην Κρακοβία. Σπούδασε Νομικά στο Βίλνιους, αλλά το 1940 διέφυγε στη Βαρσοβία. Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από σαράντα χρόνια για να επισκεφθεί ξανά τη Λιθουανία. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1980. Το μυθιστόρημά του «Η Κοιλάδα του Ίσσα» εκδόθηκε το 1955, εποχή κατά την οποία ζούσε στο Παρίσι.
Ο Τόμας ζει με τον παππού και τη γιαγιά (από την πλευρά της μητέρας του) στο Γκίνιε, κοντά στα σύνορα με την Πολωνία. Η οικογένειά του είναι από τις πιο πλούσιες της περιοχής, με μεγάλη έκταση γης και υπαλλήλους ή εξαρτώμενους από αυτήν. Ο Τόμας μεγαλώνει δίπλα στη φύση, κάνει μαθήματα (στα πολωνικά) με έναν δάσκαλο ταγμένο στην εθνική ιδέα της Λιθουανίας, προσπαθεί να κάνει παρέα με παιδιά της ηλικίας του, πράγμα δύσκολο λόγω της κοινωνικής του θέσης και συμμετέχει, όπως όλοι, στη ζωή του χωριού. Μετά τα βιβλία και την ανακάλυψη του καλβινιστή προγόνου, θα βαλθεί να καταγράψει στο βοτανολόγιό του τη χλωρίδα της κοιλάδας του ποταμού Ίσσα, προτού μυηθεί στο κυνήγι από έναν φίλο (και εραστή) της θείας του, τον Ρόμουαλντ Μπουκόφσκι. Ώσπου έρχεται η μητέρα του να τον πάρει για να επανασυνδεθούν με τον πατέρα του στην άλλη πλευρά των συνόρων. Ο Τόμας είναι πλέον 13 ετών.
Το βιβλίο χωρίζεται σε 69 σύντομα κεφάλαια που παρακολουθούν την εξέλιξη του Τόμας, αλλά και τις ιστορίες άλλων κατοίκων του χωριού, όπως του Μπαλτάσαρ, τη συνείδηση του οποίου βαραίνει ένας φόνος, της Μαγκνταλένα που στοιχειώνει το χωριό μετά θάνατον, του Ρόμουαλντ και της σχέσης του με την κοπέλα που τον φροντίζει. Οι περιγραφές του φυσικού και του ανθρώπινου τοπίου, των αγροτικών εργασιών, της καθημερινής ζωής, διανθίζονται με τις θεολογικές αναζητήσεις του Τόμας, τη γνωριμία του με το θάνατο, το πέρασμά του στην εφηβεία και τις συναισθηματικές και βιολογικές ανατροπές της, το ξύπνημα των αμφιβολιών και τους προβληματισμούς για την ελεύθερη βούληση, για την εξουσία του ανθρώπου πάνω στα υπόλοιπα πλάσματα και τη μοναδικότητα του καθενός. Ο συγγραφέας, σε ρόλο παντεπόπτη αφηγητή, παρεμβαίνει για να δώσει με μαεστρία λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες. Η ύστατη μάχη και το ξεψύχισμα του Μπαλτάσαρ, που εξελίσσονται σε τρία κεφάλαια, είναι μία συγκλονιστική καταγραφή της εξόδου ενός τραγικού ήρωα, όπως η διαδρομή της Μαγκνταλένα προς την τελευταία της κατοικία, στην αρχή του βιβλίου, ήταν ένας απαράμιλλης ομορφιάς ύμνος στη φύση. Η διαμονή του Τόμας στο Γκίνιε είναι μαθητεία ζωής, καθώς «Η κοιλάδα του Ίσσα» είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.
Η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, που το μετέφρασε, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να μελέτησε τη χλωρίδα και την πανίδα του Γκίνιε, αφού απέδωσε σε γλώσσα ρέουσα, ζωντανή την ομορφιά της φύσης στη Χώρα των Λιμνών. Η έκδοση συμπληρώνεται με επίμετρο της μεταφράστριας και αναλυτικό χρονολόγιο.