Το να μιλά κανείς σε πρώτο πρόσωπο και να δανείζει στοιχεία του βιογραφικού και της καριέρας του στο ομιλούν δημιούργημά του, μόνον έναν αμύητο αναγνώστη θα έπειθε ως αυτοβιογραφική ή αυτοψυχαναλυτική πεζογραφική επίδοση.

Στη λογοτεχνία μετράει το αποτέλεσμα, όχι η πρώτη ύλη, το άγαλμα κοιτάμε κι όχι το κομμάτι μάρμαρο που βγήκε από το λατομείο. Μιλάω ως συγγραφέας του μυθιστορήματος “Η Φωνή του Μανδραγόρα” (εκδόσεις “Οδυσσέας”, 1995), που άρχιζα τότε την πρωτοπρόσωπη αφήγησή μου με τη φράση: “Γράφουμε για να δούμε τι ζήσαμε”. Δέκα και οκτώ ατέλειωτα χρόνια μετά, γνωρίζω ότι αυτή η φράση είναι παραπειστική. Αν την έγραφα σήμερα θα τη διόρθωνα: “γράφουμε για να κρύψουμε τι ζήσαμε, για ν’ αντέξουμε τον εαυτό μας και να θάψουμε το μαχαίρι της ενοχής και της αυτοτιμωρίας βαθιά μέσα στην τσέπη του παλτού μας”.

Ο Δημήτρης Πολίτης έγραψε ένα σπαρακτικά μελοδραματικό και ταυτόχρονα ανατριχιαστικά αληθοφανές θρίλερ, όπου και οι δύο αγάπες της ζωής του πεθαίνουν, και τα δύο αντικείμενα του ερωτικού του πόθου ξεψυχούν πριν από τον πρωτοπρόσωπο ενοχικό ήρωά του. Κάπου μεταξύ Ντοστογιέφσκι και Σαίξπηρ, Πουτσίνι και Ταχτσή, Γιάννη Μαρή και Τρούμαν Καπότε, ο πρωτοεμφανιζόμενος Έλληνας συγγραφέας μιλάει για το Ιρλανδικό ζήτημα, αλλά πάνω απ’ όλα για την “κλεμμένη ζωή” ενός πενηντάρη ομοφυλόφιλου που έχασε κάθε χαμόγελο πριν επιθυμήσει να χάσει και τη ζωή του την ίδια.

Πίσω από τους επίσημους τρομοκράτες της Ιστορίας, αυτούς που ευθύνονται για τις βομβιστικές επιθέσεις εναντίον αθώων, ελλοχεύει ο απείρως επικινδυνότερος καθημερινός φασισμός των «φυσιολογικών» ανθρώπων, που ρίχνουν στην άσβεστη πυρκαγιά της μισαλλοδοξίας και της μικρότητάς τους κάθε τι που ξεφεύγει από τις απελπιστικά στενές και περιοριστικές τους νόρμες.

Το αποτέλεσμα αυτής της καθημερινής καταπίεσης είναι να γεννιούνται και να διαιωνίζονται απάνθρωπες καταστάσεις, να εκτρέφονται όλων των ειδών τα κακά και να επαυξάνεται η συνολική εντροπία του ανθρώπινου συστήματος, που τείνει διαρκώς προς το χάος όχι εξ αιτίας της απελευθέρωσης της ερωτικής επιθυμίας, που γεννά μόνον χαρά, αλλά λόγω της καταπίεσης του υγιούς αισθήματος της αγάπης απέναντι στον εαυτό μας πρώτον κι απέναντι στον συνάνθρωπό μας έπειτα. Αυτός ο στραγγαλισμός του ερωτικού ενστίκτου, το “απαγορευμένο”, το υποτιμημένο από τους “τα φαιά φορούντες” (για να θυμηθούμε τον Καβάφη) πυροδοτεί και θρέφει μέχρι τερατογενέσεως το υποφώσκον ένστικτο της Καταστροφής. Η προτροπή των “παιδιών των λουλουδιών”, «κάνετε έρωτα κι όχι πόλεμο», ηχεί περισσότερο επίκαιρη παρά ποτέ στα χρόνια της πολύπλευρης πολιτισμικής κρίσης που βιώνουμε.

Ο Ορφικός Έρως, ο πρωταρχικός θεός που βγήκε από την έκρηξη του Κοσμικού Ωού, είναι σήμερα το μόνο αντίδοτο στις δυνάμεις της Καταστροφής και του Θανάτου. Κι είναι, δυστυχώς, ο φυσικός θάνατος, η λήξη του υλικού σώματος, το μικρότερο κακό απ’ όσα βιώνει το ταλαίπωρο ανθρώπινο ον στις μεταβατικές μέρες μας.

Η προδοσία των αισθημάτων, η ανεπίδοτη αγάπη, η έλλειψη ανοχής και κατανόησης του πλησίον μας, τα εγωιστικά πάθη που συσσωρεύουν ατομικιστικές φαινάκες εις βάρος του συνόλου, αυτές είναι οι “επτά πληγές του Φαραώ” στη σύγχρονη εποχή μας.

Παραπλήσιες σκέψεις μου γεννήθηκαν από την ανάγνωση του καλογραμμένου βιβλίου του Δημήτρη Πολίτη με τον εύσχημο, ευσύνοπτο κι εύγλωττο τίτλο “Η κλεμμένη ζωή ενός εύθυμου ανθρώπου”.

Λογο-παίζοντας με τον αγγλικό όρο “gay”, δηλώνει ήδη εξ αρχής ότι αυτή η λέξη ποτέ δεν εξέφρασε την ψυχική κατάσταση του ήρωά του, για να καταλήξει σε μια τυπικά ρομαντική και μελοδραματικώς συνεπή τιράντα-“άρια”: “Το πράσινο αυτό πούλμαν […] μ’ έσωσε για πάντα από τη συνεχή κι αγωνιώδη μου προσπάθεια να παρατείνω ανώφελα και μετά βίας μια ύπαρξη στην ουσία εικονική και απατηλή. Από το να παλεύω καθημερινά και μάταια να παρατείνω με αβάσταχτο άγχος, κόπο κι αγώνα την κλεμμένη ζωή κάποιου άλλου” (σελ. 304).

Στο επίπεδο της τεχνικής, η κινηματογραφική γοργή δράση εναλλάσσεται με σχοινοτενείς περιγραφές του εσωτερικού κι εξωτερικού τοπίου, με διεξοδικές κοινωνιολογικές-ψυχολογικές-εθνολογικές παρατηρήσεις, με χωρία που θα μπορούσαν να είχαν αποσπαστεί από ιστορικό δοκίμιο και με σκηνές που θα ταίριαζαν οπωσδήποτε σε ερωτικά αναγνώσματα που τυγχάνουν της ευρείας αποδοχής του αναγνωστικού κοινού.

Στο επίπεδο του ύφους, αυτό το μεταμοντέρνο αμάλγαμα ειδών, υφών και στοιχείων συμβάλλει σε μια μάλλον παγκοσμιοποιημένη λογοτεχνία της εποχής του Διαδικτύου, όπου, ανεξαρτήτως της ηλεκτρονικής ή έντυπης μορφής τους, τ’ αναγνώσματα συνεχίζουν την παράδοση των αρχαίων μυθιστοριών και των ιστοριών που διηγούνταν οι παραμυθάδες της Ανατολής ή οι πλανόδιοι τροβαδούροι του Μεσαίωνα και καλύπτει τη βασική ανάγκη του ανθρώπου: να δει ότι δεν είναι μόνος, αλλά έχει πολυάριθμους ομοιοπαθείς και συνοδοιπόρους στην “Κοιλάδα αυτή των Δακρύων” που έχει καταντήσει η ζωή μας, ενώ βαθιά εκεί κάπου μέσα στα φυλλοκάρδια της ψυχής μας αναθυμούμαστε όλοι μας το “ωκεάνιο συναίσθημα” της ένωσης με το Όλον, την άπειρη εκείνη ευδαιμονία της Κραταιάς Ως Αιωνίου Ζωής Αγάπης, της ατελεύτητης Ευτυχίας, που δεν είναι απαίτηση του ανθρώπου αλλά εκ γενετής δικαίωμα (για να θυμηθούμε τον Ελύτη).

Ο Δημήτρης Πολίτης επέτυχε με το πρώτο του βιβλίο να μιλήσει εκ βαθέων αλλά κι αντικειμενικά, επιστημονικά –αν προτιμάτε– για την εποχή του, για τον ομοερωτισμό και καθόλου για τον εαυτό του: γιατί ο καλύτερος τρόπος ν’ αποκρύψουμε τον εαυτό μας από τα αδιάκριτα βλέμματα των άλλων είναι να μιλήσουμε ειλικρινώς σε πρώτο πρόσωπο.

Περιμένω με αγωνία το επόμενο θρίλερ του. Σε τρίτο πρόσωπο αυτή τη φορά. Ή μήπως όχι;