«Αυτές ήταν οι ιστορίες που έβλεπε και άκουγε από καιρού εις καιρόν ή νόμιζε ότι έβλεπε και άκουγε ο κύριος Έκτορας, καθισμένος στην αιώνια καρέκλα του, την καρέκλα με το φθαρμένο καφέ βελούδο, πλάι στο μισάνοιχτο παράθυρο. Στο περβάζι, ο βασιλικός καταπράσινος συναγωνιζόταν σε χρώμα την απέναντι πολυκατοικία, ήλιος ζέσταινε το κονιάκ του, η εφημερίδα έτριζε απαλά στα χέρια του, ενώ στην κουζίνα η οικονόμος του ετοίμαζε το μεσημεριανό του που θα το μοίραζε σε πλαστικά τάπερ αριθμημένα για όλη την εβδομάδα, τα οποία θα τακτοποιούσε στο ψυγείο και στην κατάψυξη» («Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα», σελ. 179). Οι ιστορίες της Βάσιας Τζανακάρη εκτυλίσσονται άλλες στο αστικό τοπίο και άλλες σε αυτό που συμβατικά λέμε ελληνική επαρχία. Είναι ιστορίες καλά δομημένες που, κάποιες φορές, φθάνουν στο έγκλημα («Σπυριδούλα revisited»,  «Ξένος», «Πάπιος») ενώ άλλες καταλαγιάζουν σε μια απόφαση αλλαγής πορείας («Περίπτερο»). Τα αντικείμενα λειτουργούν συμβολικά, όπως στο «Βετέξ (ή Πέντε αισθήσεις λάθος)», όπου και η θαυμαστή αντίστιξη των κινήσεων με την ανάμνηση ερωτικών στιγμών με τον αγαπημένο. Στη «Μεγάλη Παρασκευή», πάλι, τα μακριά μαλλιά αντιπροσωπεύουν τη θηλυκότητα, τη γονιμότητα της ζωής και των συναισθημάτων, σε αντίθεση με τα κοντά μαλλιά του πένθους. Η δυσκολία, ο περιορισμός, μια ακαθόριστη ενοχή εκφράζεται στις «Διάβες», όπου συντελείται μια μεταβίβαση (κακοτυχίας, υπερφυσικής παρέμβασης;) από την εγγονή στη γιαγιά, στην «Γκαζόζα», με την εγγονή να απολαμβάνει για πρώτη και τελευταία, ίσως, φορά το αναψυκτικό που η γιαγιά κρατά για τους ξένους, όπως και στα «Αποκόμματα» των εφημερίδων που κρύβει ο παππούς κάτω από τη βελέντζα στη θέση του οδηγού του αυτοκινήτου του. Οι ιστορίες που βλέπει ή ακούει ο κύριος Έκτορας, περιλαμβανομένης και της δικής του, εκτυλίσσονται στην Πατησίων (όπως και άλλες), περιέχουν φόβο αλλά και προσμονή και είναι ίσως από τις καλύτερες της συλλογής (ανάμεσά τους «Η πράσινη πολυκατοικία», «Ο χρονοζητιάνος», το «Κολανόπανο»), διαμορφώνοντας μια νέα μυθολογία της περιοχής. Και τα 19 διηγήματα είναι σχετικά σύντομα και περιεκτικά αναδεικνύοντας, για μια ακόμα φορά, τη σημασία που έχει η παρατήρηση και η λεπτοδουλειά στη μικρή φόρμα.

Η Βάσια Τζανακάρη γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Μετάφραση-Μεταφρασεολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων «Έντεκα μικροί φόνοι: Ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave (Μεταίχμιο, 2008), με το οποίο ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω», το μυθιστόρημα «Τζόνι & Λούλου» (Μεταίχμιο, 2011) και το παιδικό βιβλίο «Ένα δώρο για τον Τζελόζο» (Μεταίχμιο, 2013). Έχει συμμετάσχει στα συλλογικά έργα «Ελληνικά ονόματα» (Κέδρος), «Crisis» (Vakxikon), «Ιστορίες βιβλίων» (Καστανιώτη). Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως μεταφράστρια.