Από τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς του, ο Δημήτρης Σωτάκης καταφέρνει να κερδίζει τις εντυπώσεις με κάθε καινούριο του μυθιστόρημα, καλλιεργώντας με σταθερά βήματα μια συγγραφική πορεία που δικαιώνεται δίνοντας ολοένα και καλύτερα αποτελέσματα. Ευχάριστο είναι το γεγονός ότι και με το καινούριο του βιβλίο, «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ», επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά τις υψηλές προσδοκίες που έχουμε από αυτόν.
Ήρωάς του αυτή τη φορά είναι ο Ροβήρος (όνομα) Άνθρωπος (επώνυμο), ένας Νεοζηλανδός αρθογράφος του φοιτητικού περιοδικού Nexus. Ο Ροβήρος είχε συνηθίσει σε μια ήρεμη αλλά μάλλον βαρετή ζωή στο Χάμιλτον της Νέας Ζηλανδίας, έγραφε τα άρθρα του για διάφορα τοπικού ενδιαφέροντος θέματα, έπινε τις μπίρες του στην παμπ της γειτονιάς και παρακολουθούσε, σαν καλός φίλαθλος, τους ποδοσφαιρικούς αγώνες του Σαββατοκύριακου. Δεν ήταν δυσαρεστημένος από τη ζωή του αλλά ούτε και χαρούμενος, απλώς αισθανόταν ότι έλειπε αυτό που θα μπορούσε να δώσει αληθινό νόημα στην ύπαρξή του, ζούσε μέσα σε αυτό το «περίεργο μείγμα μιας αστικής συμπαθούς αποχαύνωσης», όπως το αποκαλεί, που όμως δεν είχε καταφέρει να δαμάσει τα όνειρά του για κάτι διαφορετικό. Τίποτα συγκλονιστικό, όμως, δεν του είχε συμβεί μέχρι τώρα.
Αυτό το συγκλονιστικό έρχεται μέσα από μία «φαινομενική» καταστροφή. Ο διευθυντής του περιοδικού τού αναθέτει να καλύψει μια φοιτητική εξέγερση των σπουδαστών Παπούα στο νησί Μοτορίνα. Θα ταξιδέψει λοιπόν με ένα φορτηγό πλοίο μέσω Αυστραλίας, αλλά στη μέση του ωκεανού το κακοσυντηρημένο σκαρί βυθίζεται. Στο έλεος των κυμάτων, θα ξυπνήσει ύστερα από ώρες στις ακτές ενός νησιού, σε μια παραλία, ως μοναδικός επιζών ναυαγός. Και έτσι, υπό την επήρεια μιας ευχάριστης ζαλάδας, θα νιώσει για πρώτη φορά το δροσερό αεράκι της απόλυτης ελευθερίας – του χαϊδεύει το πρόσωπο και του επιβεβαιώνει ότι είναι ζωντανός.
Από τις πρώτες κιόλας ώρες του στο νησί ο Ροβήρος θα συνειδητοποιήσει τη μικρή αξία που είχε η ζωή του στη Νέα Ζηλανδία. Τίποτα δεν του λείπει πραγματικά, τίποτα δεν λαχταρά απ’ ό,τι άφησε πίσω του. Απ’ την άλλη, το «νησί του», όπως αρχίζει να το αποκαλεί, μοιάζει με έναν γήινο παράδεισο, το μισό καλυμμένο από μια μεγάλη παραλία, με λίγη βλάστηση, και το υπόλοιπο με ένα άγριο δάσος, που σύντομα θα κληθεί να ανακαλύψει τι μπορεί να κρύβει. Κι ενώ αρχίζει να απολαμβάνει τον χρόνο του εκεί –πλατσουρίζοντας στο νερό, ανάβοντας την πρώτη του φωτιά, τρώγοντας κορμούς δένδρων, και φτιάχνοντας τα πρώτα του ρούχα με τοπικά υλικά– η σκέψη του φωτίζεται: είναι πλέον η ώρα να κάνει πραγματικότητα το μεγάλο του όνειρο, τι μπορεί τώρα να τον εμποδίσει, αν όχι τώρα τότε πότε ; Αποφασισμένος και ακαταπόνητος, θα πραγματοποιήσει την πολυπόθητη στροφή στη ζωή και στην καριέρα του, θα εισχωρήσει δυναμικά στον χώρο των επιχειρήσεων, θα κατακτήσει την κοινωνική ανέλιξη και την αναγνώριση των επιτυχημένων ανδρών, θα γίνει ο ιδιοκτήτης του πρώτου σούπερ μάρκετ στο νησί.
Και αυτό το μυθιστόρημα φέρει επίσης τη γνώριμη σφραγίδα του λογοτεχνικού εργαστηρίου του Δημήτρη Σωτάκη. Έμπειρος χειριστής του αλλόκοτου και της αλληγορίας, αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως μια αφετηρία για τη δημιουργία ενός λογοτεχνικού σύμπαντος τόσο οικείου όσο και ξένου, ως ένα κάτοπτρο μέσω του οποίου μπορεί ν’ αντικρίζει έναν μη ρεαλιστικό κόσμο που ταλανίζεται όμως εξίσου από τα άλυτα ζητήματα, την εξωτερική και εσωτερική περιπέτεια, της ανθρώπινης ύπαρξης.
Έτσι, την ίδια στιγμή που ξεδιπλώνει παραστατικά και απολαυστικά την τοπιογραφία του νησιού και τα στάδια δημιουργίας και εγκατάστασης ενός σούπερ μάρκετ, καθώς ο ήρωάς του παίρνει πολύ στα σοβαρά τη δουλειά του, παρακολουθεί με εκφραστική δεξιοτεχνία τις συναισθηματικές του μεταπτώσεις, τα όνειρα και τις ελπίδες του, τη στοχαστική του αυτοανάλυση, και τις φαντασιακές του παραισθήσεις – το κεφάλαιο με το ρομαντικό ειδύλλιο του Ροβήρου και μιας αρκούδας, που σαν άλλη γοργόνα του παραμυθιού βγαίνει από το νερό για να βολτάρει στο νησί, είναι ίσως από τα πιο χαρακτηριστικά της τέχνης του Σωτάκη.
Ίσως δεν θα έπρεπε να μας διαφύγει εντελώς και η διακειμενική συσχέτιση. Άλλωστε γιατί να ονομάσει ο Σωτάκης τον ήρωά του Ροβήρο, αν όχι για να μας κλείσει το μάτι σχετικά με τον κλασικό Ροβινσώνα; Κι ο πρωταγωνιστής του Ντιφόου δεν ήταν παρά ένας επίμονος έμπορος, που ταξίδευε για να αυξήσει την περιουσία του, και ακόμη ως ναυαγισμένος σε ένα ερημονήσι μπόρεσε τελικά να επιβιώσει με τους δικούς του όρους και να φύγει πλούσιος. Η ιστορία του Ροβινσώνα Κρούσου αφορά τον πλούτο και τη δημιουργία πλούτου, ορίζοντας για πρώτη φορά τον ”homo economicus” στην παγκόσμια λογοτεχνία. Κι αν ο Ντιφόου έδωσε στην εποχή του το δικό της πρότυπο οικονομικής ανέλιξης, μέσα από την οπτική και του βρετανικού ιμπεριαλισμού, μήπως ο Σωτάκης με τον Ροβήρο Άνθρωπο επιχειρεί –και το κατορθώνει– να αποτυπώσει ένα αντίστοιχο σύμβολο μέσα στη σύγχρονη συνθήκη;
Χαρακτηριστικό του Ροβήρου είναι η συνεχώς ανανεούμενη αισιοδοξία του, η αίσθησή του ότι είναι δυνατόν και ότι το έχει ήδη επιτύχει να δραπετεύσει από την παρακμιακή συνάφεια μιας ζωής χωρίς σκοπό, ότι βρίσκεται πλέον σε έναν άλλο διανοητικό τόπο που του ανήκει ολοκληρωτικά, αισθάνεται ότι απέκτησε έναν αληθινό εαυτό, με το δικαίωμα να ζει όπως θέλει, νιώθει να διακατέχεται πλήρως από μια ακριβή αίσθηση ελευθερίας. Όμως, το ότι όλα αυτά συμβαίνουν ενώ εξωτερικά βρίσκεται σε μια θέση εξόφθαλμης αδυναμίας και απομόνωσης είναι που κάνει όλη την περιπέτειά του κωμικοτραγική.
Πάνω σε αυτή τη γραμμή, με μια εντυπωσιακή αφηγηματική άνεση και ευχέρεια, με απλά αλλά πλούσια εκφραστικά μέσα, και χωρίς την ανάγκη οποιασδήποτε επιτήδευσης, ο Δημήτρης Σωτάκης εμποτίζει το κείμενό του με ένα υποδόριο χιούμορ και μια σατιρική διάθεση, εξισορροπώντας μαεστρικά το εύθυμο με το σοβαρό, το απτά καθημερινό με το αλλόκοτο, το πεζό με το σχεδόν τελετουργικό. Και παρά τη μονοφωνική αφήγηση, ο αναγνώστης διατηρείται συνεχώς σε εγρήγορση.
Εν τέλει, «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» είναι ένα μυθιστόρημα που δικαιώνεται αισθητικά, ενώ ταυτόχρονα προκαλεί τον αναγνώστη του να διαλογιστεί πάνω στα ζητήματα που θέτει. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.