Ο τόπος που διαφεντεύουν τα φαντάσματα
Ο Γιάννης Παπαδάκης (γεν. 1964) είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Έχει επιμεληθεί το βιβλίο “Divided Cyprus: Modernity, History and an Island in Conflict (Indiana University Press, 2006) μαζί με τον Νίκο Περιστιάνη και την Gisela Welz, καθώς και το ειδικό αφιέρωμα για την Κύπρο του περιοδικού Postcolonial Studies (2006). Έχει δημοσιεύσει πολλές μελέτες που αφορούν τις εθνοτικές συγκρούσεις, τον εθνικισμό, την κοινωνική μνήμη και τη διδασκαλία της αγγλικής ιστορίας.
Τι γυρεύει ένας κοινωνικός ανθρωπολόγος στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στις δύο πλευρές της Νεκρής Ζώνης στην Κύπρο; Και μάλιστα, όχι κάποιος ξένος αλλά ένας Ελληνοκύπριος από τη Λεμεσό, με πατέρα Ελλαδίτη και μητέρα Κύπρια; Η ταυτότητά του και μόνο θα προξενούσε υποψίες στους κατοίκους των «ακριτικών ενοριών» της Λευκωσίας απ΄όπου αποφάσισε να ξεκινήσει την έρευνά του για το «Ποιος φταίει» για ό,τι συνέβη στην Κύπρο. Και η ιδιότητά του, ερευνητής με υποτροφία από αγγλικό πανεπιστήμιο για την εκπόνηση του διδακτορικού του, θα ενέτεινε τις αμφισβητήσεις γύρω από το πρόσωπό του. Όμως ο Παπαδάκης μπήκε στα βαθιά από την αρχή. Πήγε πρώτα στην Κωνσταντινούπολη (Ιούνιος-Αύγουστος 1990) για να μάθει τουρκικά. Κι εκεί κονταροχτυπήθηκε με τις αντιλήψεις που είχε διαμορφώσει από παιδί, όπως οι περισσότεροι από εμάς, για τον προαιώνιο εχθρό, το μόνιμα απειλητικό γείτονα, τον «αιμοσταγή» Τούρκο. Κι αφού κατέγραψε τις διαφορετικές αναγνώσεις της ιστορίας (και των ελληνοτουρκικών σχέσεων), ήρθε στην Κύπρο και νοίκιασε σπίτι στον Ταχτακαλλά (ή Τακτακαλά), τη συνοικία της παλιάς Λευκωσίας που εφάπτεται της Νεκρής Ζώνης ή της ζώνης των νεκρών, της περιοχής όπου ζουν τα φαντάσματα και των δύο πλευρών.
Ο «Γιαννάκης», όπως τον αποκαλούν οι συμπατριώτες του, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, παρά το γεγονός ότι τους συστήνεται ως Γιάννης και είναι ήδη 26 χρονών, καταγράφει τις μαρτυρίες των κατοίκων της Λευκωσίας και της Λεφκόσα (όπου το σίγμα προφέρεται sh) για τρεις και έναν μήνα αντίστοιχα (Οκτώβριος 1990-Φεβρουάριος 1991 και Μάρτιος 1991). Με τη γνώση που αποκτά από τη διαμονή του στην τουρκοκυπριακή πλευρά, όπου, όπως σωστά υποψιάζεται ο αναγνώστης, απολαμβάνει ειδικής μεταχείρισης, επιστρέφει στην ελληνοκυπριακή πλευρά (Απρίλιος 1991-Ιανουάριος 1992). Κι από εκεί ξαναπηγαίνει στην Ισταμπούλ (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1992), αυτή τη φορά για να συναντήσει τους Τουρκοκύπριους που δεν έχουν φωνή, αριστερούς χωρίς διαβατήριο και πατρίδα. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου διαδραματίζεται στο μοναδικό μικτό χωριό της Κύπρου μετά το 1974, την Πύλα/Πίλε. (Σεπτέμβριος 1994-Σεπτέμβριος 1995) Ο «Γιαννάκης» είναι πια τριαντάρης, παντρεμένος και με παιδί.
Στη διαδρομή ο συγγραφέας, που είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο της έρευνας , όπως εύστοχα παρατηρεί η Κωνσταντίνα Ζάνου, ιστορικός, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας («Νέα – Βιβλιοδρόμιο», 2/5/2009), εξερευνά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και το συμβολισμό της Νεκρής Ζώνης, αλλά (και αυτό είναι που κάνει μία κατά τα άλλα εκλαϊκευμένη επιστημονική διατριβή, ένα αυτοβιογραφικό «μυθιστόρημα») και τη σχέση του μαζί της. Ανακαλύπτει τα διαφορετικά πρόσωπα της Αφροδίτης, η λατρεία της οποίας συνδέεται με την Κύπρο: θεά του έρωτα, αλλά και προστάτιδα του πολέμου, μητέρα του Φόβου και του Δείμου (Τρόμου). Το κρίσιμο ερώτημα επανέρχεται, αλλά δεν είναι πια η ερώτηση, αλλά η απάντηση που έχει νόημα. Για τους Ελληνοκύπριους, η αρχή βρίσκεται στην τουρκική εισβολή, τον Ιούλιο του 1974. Για τους Τουρκοκύπριους, στα «Ματωμένα Χριστούγεννα» του 1963 (στη δολοφονία δύο Τουρκοκυπρίων στη διάρκεια αστυνομικού ελέγχου στη Λευκωσία) και στον περιορισμό τους σε θυλάκους. Για τους Ελληνοκύπριους «φταίνε οι ξένοι» (οι μητέρες-πατρίδες και η Βρετανία). Γι’ αυτό αναφέρονται σε «ειρηνική συνύπαρξη» με τους Τουρκοκύπριους Και γι΄αυτό, μετά το 1974, άρχισαν να δίνουν έμφαση στα σύμβολα και τους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για τους Τουρκοκύπριους φταίνε οι Ελληνοκύπριοι και η ΕΟΚΑ, ο πόθος τους για την Ένωση με την Ελλάδα, που θεωρούν ότι ποτέ δεν εγκατέλειψαν. Γι΄αυτό η εισβολή βαφτίστηκε«Ειρηνευτική Επιχείρηση», γι΄αυτό λένε τώρα ότι ζουν στον παράδεισο σε σχέση με πριν.
Ασύμβατες οι πορείες; Ο Παπαδάκης λέει ότι χρειάζεται εκατέρωθεν αναγνώριση της ευθύνης και συγχώρεση (σελ. 349). Μια αδικία δεν μπορεί να ξεγράψει μιαν άλλη. Πρέπει να ξεφύγουμε από το φαύλο κύκλο που δημιουργεί η πεποίθηση ότι ο δικός μας πόνος είναι μεγαλύτερος από τον πόνο των άλλων. Στο υστερόγραφο, περιγράφει συνοπτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στο Σχέδιο Ανάν το 2004 κα στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στις δύο κοινότητες (αρνητικό στην ελληνοκυπριακή, θετικό στην τουρκοκυπριακή πλευρά). Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί με τα συμπεράσματά του, σίγουρα όμως δεν μπορεί να τα ξεπεράσει αβασάνιστα.
Παρότι το θέμα του βιβλίου είναι «βαρύ», το κείμενο ρέει και δεν στερείται χιούμορ. Το κύριο βάρος πέφτει στις μαρτυρίες, οι οποίες καταγράφονται στην (ελληνο)κυπριακή διάλεκτο, είτε πρόκειται για Ελληνοκύπριους είτε για Τουρκοκύπριους. (Μερικές λέξεις επεξηγούνται σε παρένθεση για να μην δυσκολευτεί ο μη εξοικειωμένος αναγνώστης.) Κι αυτές οι μαρτυρίες είναι ένα μαχαίρι στην καρδιά που ακόμα στάζει αίμα.