Ο Αντόνιο Ινκορβάια γεννήθηκε το 1974, είναι πτυχιούχος αρχιτέκτονας και εργάστηκε μεταξύ άλλων ως γραφίστας, wed editor και κειμενογράφος στην τηλεόραση. Ο Αλεσάντρο Ριμάσα γεννήθηκε το 1975, είναι δημοσιογράφος και κειμενογράφος για την τηλεόραση, ενώ εργάζεται επίσης για το διαδίκτυο, τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο. Το βιβλίο τους «Η γενιά των 1.000 ευρώ» γεννήθηκε στο ίντερνετ και σύντομα έγινε μπεστ σέλερ στην Ιταλία και αλλού.

Ο Κλαούντιο είναι είκοσι επτά χρονών και εργάζεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου στο τμήμα μάρκετινγκ μιας πολυεθνικής στο Μιλάνο.

Συγκατοικεί με τη Ροσέλα, τον Αλέσιο και το Ματέο με τους οποίους είναι περίπου συνομήλικος και μοιράζεται, εκτός από το σπίτι, την αγωνία να τα φέρνει καθημερινά βόλτα με μηνιαίο μισθό 1.028 ευρώ και ένα αβέβαιο μέλλον. Ο προϊστάμενός του, ένας νεαρός Άγγλος με όχι πολύ περισσότερα προσόντα και μάλλον λιγότερο ταλέντο από τον ίδιον, τον στέλνει για λίγες μέρες στη Βαρκελώνη προκειμένου να παρουσιάσει ένα project για το οποίο εργάζεται μήνες τώρα. Το ταξίδι στέφεται με απόλυτη επιτυχία, αλλά ο Κλαούντιο ούτε την πολυπόθητη υπόσχεση για μονιμοποίηση παίρνει, ούτε καν μια αύξηση του μισθού του, αντίθετα, είναι υποχρεωμένος να περιμένει έως ότου μπουν τα «εκτός έδρας» στο λογαριασμό του, που είναι μονίμως άδειος.

Αυτός είναι ο βασικός άξονας του βιβλίου που περιγράφει τις  προσπάθειες του Κλαούντιο να εξοικονομήσει χρήματα στα ψώνια για το σπίτι, στο φαγητό και στις εξόδους με τη σαφώς πιο άνετη οικονομικά Ελεονόρα, η οποία δεν έχει κανένα πρόβλημα να εξαφανίζεται μέρες ολόκληρες και να επανεμφανίζεται ξαφνικά με ένα μέιλ στην οθόνη του αγαπημένου της. Στη διαδρομή από το γραφείο στο μετρό κι από το μετρό στο σπίτι, ο Κλαούντιο θα αρχίσει να παρακολουθεί πιο προσεκτικά τι συμβαίνει γύρω του: την άστεγη στο δρόμο, αυτάρκη ωστόσο στο δικό της κόσμο, τους «έκτακτους» που διαδηλώνουν σε μια κεντρική πλατεία. Ο Κλαούντιο δεν επαναστατεί όπως οι γονείς του, ίσως, στη δεκαετία του ’60 ή και του ’70 ακόμα· όμως θα βρει μία διέξοδο, αν μη τι άλλο, γράφοντας αυτό το βιβλίο που θα λατρευτεί από χιλιάδες νέους της γενιάς του.

Με γλαφυρό τρόπο ο Ινκορβάια και ο Ριμάσα περιγράφουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ο Κλαούντιο και οι συνομήλικοί του, αλλά και τα όνειρα και την ενεργητικότητα που τους πλημμυρίζουν. Είναι χαρακτηριστικοί ορισμένοι από τους τίτλους των σχετικά σύντομων κεφαλαίων: «Εμείς οι τέσσερις», «Καταστρατήγηση κανόνων», «Προσαρμοστικότητα», «Μια ζωή low-cost», «Είμαστε όλοι προσωρινοί». Οι ρυθμοί είναι γρήγοροι, όχι όμως υπερβολικά, ενώ η περιγραφή της πόλης και των εσωτερικών χώρων φέρνει στο νου κινηματογραφικές εικόνες. Η γλώσσα ενσωματώνει συνήθειες και εκφράσεις των νέων (όπως η προσφώνηση με την πρώτη συλλαβή του μικρού ονόματος) και την εξοικείωσή τους με την τεχνολογία, χωρίς να κουράζει τους μεγαλύτερους σε ηλικία αναγνώστες.