Οι συνταγές της ζωής

Η Μαρία Στράνη-Ποτς γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1946. Αποφοίτησε από τη Σχολή Σλαβικών και Ανατολικοευρωπαϊκών σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Από το 1969 ταξίδεψε πολύ με το σύζυγό της και έζησε στην Αιθιοπία, στην Κένυα, στην Αγγλία, στην Ελλάδα, στην Τσεχοσλοβακία, στη Σουηδία και στην Αυστραλία, όπου πέρασε εφτά χρόνια με έδρα το Σίδνεϊ. Ζει σήμερα μεταξύ Κέρκυρας και Λονδίνου.

Στο βιβλίο της με τον τίτλο «Η γάτα του Πορτοβέκιο», σε ένα βορινό ψαράδικο χωριό της Κέρκυρας, μια γάτα, η Μαμή, γίνεται ο παρατηρητής της ζωής των κατοίκων του χωριού. Εκεί πάει και ο χήρος Τόνι μαζί με την κορούλα του, Λουΐζα, για να παντρευτεί την πλούσια Ανθούλα. Αγοράζει το αρχοντόσπιτο του χωριού, εγκαθίσταται και γίνεται ένα με τους υπολοίπους. Το ίδιο καταφέρνει και η κόρη του η οποία επιτέλους ξαναποκτά μια μαμά. Εκεί επίσης ζουν η Χαρά, με τον καπετάνιο άντρα της Σπύρο, ο ψαράς Πέτρος με τη γυναίκα του Αδελαΐδα, την κόρη τους Θεοδώρα με τον αγαπημένο της ναύτη, η χήρα Ζωή με την κορούλα της Μαρία, η Αιμιλία, η Ρένη, η ερωμένη του παπά η χοντρο-Φόνη, ο Παύλος, η παπαδιά Έλενα με τα παιδιά της, ο Γιώργος με την οικογένειά του, ενώ το διαφορετικό «χρώμα» στο χωριό δίνουν το Λοιμοκαθαρτήριο, όπου στον τοίχο γίνονταν οι εκτελέσεις των αντιφρονούντων, η ψαρόβαρκα «Αλίκη» και το σφαγείο, που τρεις φορές την εβδομάδα βάφει τη θάλασσα κόκκινη από το αίμα των ζώων που κυλά εκεί.

Μια κοινωνία του ’50 με στερεότυπα, πειθαρχία, αντιφρονούντες, εκτελέσεις, βία, φτώχια και όνειρα συναντιέται και παράλληλα κολάζεται από τις ακολασίες και προδοσίες του εκπροσώπου του Θεού, του Παπα – Αντώνη. Όμως, με το χρόνο, όλα αλλάζουν. Οι πολιτικές αντιθέσεις ξεθωριάζουν, οι άνθρωποι μονιάζουν, ερωτεύονται, ζευγαρώνουν, άλλοτε με έρωτα, άλλοτε με βία, άλλοι μένουν μόνοι, άλλοι γίνονται πλούσιοι, άλλοι φτωχοί, άλλοι ξιπασμένοι, άλλοι δακτυλοδεικτούμενοι, όλοι όμως μαζί, όμοιοι και διαφορετικοί, πλέκουν το δίχτυ του ιστού που λέγεται κοινωνία του Πορτοβέκιου, κατανοώντας τις χαρές και τις λύπες όλων. Και μέσα σε όλα αυτά, πάντα και μια διαφορετική συνταγή. Για να νοστιμίσει η ζωή. Ο μόχθος της. Συνταγές που κουβαλούν τις μνήμες και τις γεύσεις του χρόνου που πέρασε. Όπως τα λουλούδια στις αυλές. Όμως ο εμφύλιος παραμένει παντού. Τότε με τους άλλους, τώρα με τους εαυτούς τους. Το μόνο σταθερό είναι η εναλλαγή των εποχών, οι γιορτές και τα έθιμα που φέρνουν  μαζί τους τις γεύσεις και τις μυρωδιές από τα ανάλογα μαγειρέματα που συγκεντρώνουν όλους γύρω από το τραπέζι. Η μόνη που γλιστρά απρόσκλητη και αρπάζει το φαγητό, είναι η γάτα η Μαμή. Ένα ζώο ανεξάρτητο και απρόβλεπτο που προπορεύεται όλων των θρησκευτικών περιφορών και που αγαπούν όλοι.

Η Μαρία Στράνη – Πότς, με γλαφυρότητα, ποιητικότητα και τρόπο γραφής που παραπέμπει σε κείμενα κλασικής λογοτεχνίας αποτυπώνει θαυμάσια μιαν άλλη εποχή. Οι περιγραφές της σαν τουριστικοί οδηγοί καταγράφουν συνήθειες και έθιμα των κατοίκων εντοπίζοντας και τις φθορές των κτιρίων από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια ματιά της Κέρκυρας γεμάτη από φύση, ανθρώπους, κατοικίδια και συνταγές. Ένα μείγμα ζωής, νοσταλγίας και ευλογίας. Ταυτόχρονα, υπόγειες ανθρώπινες σχέσεις έρχονται σε αντίθεση με αυτό που κοινωνικά υπηρετούν, δηλώνοντας το βάρβαρο και βίαιο που μπορεί να φωλιάζει στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Τέλος, η κοινωνία μακριά από πολιτικές διαφορές, προδοσίες και βιασμούς, με κατανόηση και αγάπη συνεχίζει τη ζωή γύρω από το καθημερινό της τραπέζι. Έρωτας, θάνατος, γεύμα, τρεις άξονες, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ζωή.  Ίσως αυτό να θέλει η συγγραφέας να πει διαλέγοντας ταυτόχρονα έναν πολύ έξυπνο τρόπο να προβάλει τις πολύ νόστιμες κερκυραϊκές συνταγές της.

Ποια είναι η γάτα που «κλέβει» το φαγητό; ενώ παρακολουθεί και αφηγείται τη ζωή όλων; Μήπως, η ίδια η συγγραφέας;