Με τη μαιευτική μέθοδο και με τη χαρά της συν-διάλεξης ο παλαίμαχος καθηγητής Φιλοσοφίας έγινε ένα με το αντικείμενό του. Ταυτίστηκε τόσο πολύ με την αναζήτησιν της Γνώσεως, ήτις ουδέποτε επιτυγχάνεται πλήρως και συμφιλιωμένος πλέον με το τραγικωμικόν της προσκαίρου ανθρωπίνης υπάρξεως κατέρχεται εις το βάθος της συλλογικής συνειδήσεως κι αφουγκράζεται τον ποιητικό ρυθμό μιας ουράνιας κοσμικής μελωδίας από την οποία δεν προλαβαίνουμε να ακούσουμε ούτε μια νότα, σαν τα καβαφικά «βιαστικά άπειρα όντα της στιγμής».

Ο Πελεγρίνης προσκρούοντας –κατά την ταπεινή μου γνώμη– στο όριο του Επιστητού έφτασε σε ποιητικά ύψη, μπήκε στην άγνωστη –εν πολλοίς και για τους πολλούς– εκείνη «χώρα», όπου η «Θεία Κωμωδία» του Δάντη συναντά την «Ανθρώπινη τραγικωμωδία» του Ευριπίδη, του Καβάφη, και το «παράλογο θέατρο» του Μπέκετ.

Ο ακαδημαϊκός αυτός Δάσκαλος [με δέλτα κεφαλαίο] έγινε ηθο-ποιός και ποιητής, δραματουργός και συζητητής, δεξιοτέχνης στην Επι-κοινωνία, φερέφωνο του Άρρητου, του Άφατου, του Δυσεξιχνίαστου, του εκτυφλωτικού εκείνου Φωτός που δεν μπορούν να αντικρύσουν ακάλυπτοι οι ανθρώπινοι οφθαλμοί χωρίς τα επτά πέπλα της Ίσιδος-Σαλώμης.

Βασισμένα στον λόγο τα έργα του (έντυπα και υλοποιημένα σκηνικώς) και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού η διερεύνηση των προγλωσσικών κωδίκων επικοινωνίας μεταξύ ελλόγων όντων ανήκουν σε άλλα επιστημονικά κι εμπειρικά πεδία, είναι μία τέχνη που ερωτοτροπεί με το «Θέατρο της σκληρότητας» και τον εκβαρβαρισμό… Περισσότερα δεν λέγω για να μην διολισθήσω σε ευθύβολη επι-κριτική για σύγχρονα αλλοπρόσαλλα θεατρικά και ποιητικά, εικαστικά και εικονοκλαστικά φαινόμενα.

Ο Θεοδόσης Ν. Πελεγρίνης είναι «κλασικός», λογοκρατούμενος στον βαθμό που απαιτείται η κατασκευή μίας στέρεας λεκτικής αρχιτεκτονικής, αλλά και αυθόρμητος και παρορμητικός και δι-αισθητικός εκεί που τα σύνορα του σύγχρονου Δυτικού Πολιτισμού τρίζουν και παραπαίουν ανάμεσα στο μεσαιωνικό τεχνολογικό σκότος και το πυρ το εξώτερον της απολύτου Γνώσεως.

Μετά την υπέρβαση του συνήθους, τυποποιημένου κοινωνικού ρόλου του πανεπιστημιακού δασκάλου, του ομοτίμου καθηγητού και του πολιτικού ειδικευμένου σε θέματα Παιδείας, ο ηθοποιός Θεοδόσης Ν. Πελεγρίνης έγινε αυτό που μόνον οι συνειδητοί αποδιοπομπαίοι φαρμακοί στην Αρχαιότητα τολμούσαν να είναι. Και τονίζω αυτό το είναι, στον αντίποδα του φαίνεσθαι, γιατί ο πραγματικός Φιλόσοφος (κι όχι μόνον ο διδάσκων φιλοσοφία) εκθέτει και εκτίθεται, δοκιμάζει και δοκιμάζεται, διακινδυνεύει να πιει το κώνειο, να αυτοεξοριστεί ή να ανεχθεί τη χλεύη και τη συμβολική σταύρωση, προτού –βεβαίως– επέλθει –μαθηματικώ τω τρόπω– η αναμενόμενη ανά-σταση με ένα άλλο αιθερικό σώμα κι έναν άλλον διευρυμένο κοινωνικό ρόλο που αγγίζει τα όρια του «ιερού». Ο λατινικός όρος poeta vates (ποιητής προφήτης) δεν αφορά μόνον εκείνους που γράφουν ποίηση ή απλώς στιχουργούν μετά μανίας, αλλά κυρίως εκείνους των οποίων ο λόγος (γραπτός ή προφορικός) φτάνει στους άλλους και τους αλλάζει τις ζωές, αφού τους ανοίγει ένα νεότευκτο παράθυρο και τους αναγκάζει να δουν έξω με πρωτότυπο κι απρόβλεπτο τρόπο. Κι αυτό ακριβώς κάνει ο «από σκηνής φιλόσοφος» Θεοδόσης Ν. Πελεγρίνης σε αυτά τα εκατό σύντομα «αφηγήματά» του, που τα διάβασα πρώτα αποσπασματικώς και δειγματοληπτικώς προτού προβώ σε ενδελεχή, γραμμική μελέτη και διαλογιστικούς συνειρμούς πάνω σε αυτά.

Το νέο σε αυτά τα κείμενα, κατά την επαγγελματική μου γνώμη ως κριτικού γραπτού και σκηνικώς εκφερομένου λόγου…, η γλαύκα που κομίζει εδώ ο Πελεγρίνης εις Αθήνας, είναι ακριβώς αυτή η υποδόρια, μη εξομολογούμενη, εξ αντιθέτου «μεταφυσική» [ας χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον φθαρμένο όρο], αφού μας προτρέπει να τα χρησιμοποιήσουμε αυτά τα γραπτά ως ενύπνιο και ως αντίδοτο διά πάσης φύσεως ατομικούς και συλλογικούς εφιάλτες στα χρόνια της Κρίσης. Συνήθως η «τυχαία» [με τη μαθηματική έννοια] επιλογή ενός αυτοτελούς κειμένου προς ανάγνωσιν εις στιγμάς αγωνίας ανυποφόρου [κι ουδέ ανυποστάτου] είναι συνήθως θρησκευτική, μυστικιστική, αποκρυφιστική πράξις… Προϋποθέτει την υποφώσκουσα πίστη σε μια Ανώτερη Συνειδητότητα που δίνει εντολή στο κεντρικό νευρικό και μυϊκό μας σύστημα, να ξεφυλλίσουν, να ανακατέψουν, να επιλέξουν, να διαλέξουν, να ξεχωρίσουν ένα μέρος από το Όλον, μία ψηφίδα από το μωσαϊκού Του Έργου που λάμπει κάθε βράδυ πάνω από τα μάτια μας στον έναστρο ουρανό και να ξεδιψάσουν με μια γουλιά από το νέκταρ το καλό, εκείνο που γεύονται μόνον οι αθάνατοι, αφού το πέλαγος της Γνώσεως είναι αχανές και το κλουβί του σαρκίου μας περιορισμένο…

Έτσι διάβασα, με βιβλικό σχεδόν τρόπο, σαν να πρόκειται για παραβολές από την Καινή Διαθήκη, αυτά τα εκατό «σύντομα πεζά» ποιήματα του Θεοδόση Ν. Πελεγρίνη: σαν ξόρκια για κάθε αιτιολογημένη κι αβάσιμον αγωνίαν.

Ήδη από τον τίτλο «Φιλοσοφία της Ζωής» επιχειρείται ένας σαφής διαχωρισμός από τη «Φιλοσοφία της Θεωρίας». Ο ποιητής παραδίδει εμπράκτως μαθήματα επιβιώσεως σε δύσκολους καιρούς, εκεί που κάθε νοήμων και ψαγμένος μορφωμένος άνθρωπος αρνείται να υπακούσει στο πρωτόγονο εκείνο σύνθημα: «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»!!! Φυσικά και πρέπει να γνωρίσουμε (και να αγαπήσουμε) πρώτα τον εαυτό μας για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε και τους άλλους. Σοφόν το σαφές. Κι αυτονόητον. Όμως μόνον ένας ποιητής μπορεί να φτάσει εκεί που κανένας αναλυτής δεν αντέχει: στους Λαιστρυγόνες και στους Κύκλωπες, στον άγριο Ποσειδώνα που με τρίαινα του Σίβα ετοιμάζεται πάλι να αφανίσει ό,τι θεωρούμε ως κόσμο κι ομορφιά. Μόνον ο ποιητής μπορεί να ξορκίσει και να εξορίσει από την ατομική του ψυχή τέτοια πανάρχαια κι αποκρουστικά ανθρώπινα τέρατα, δημιουργήματα της ανθρώπινης Φοβίας. Κι όπως λέει ο Δανός χριστιανός φιλόσοφος Σόρεν Κίρκεγκααρντ στην «Έννοια της Αγωνίας», μόνον η δημιουργία της κρίσιμης εκείνης μάζας απελευθερωμένων, υγιώς σκεπτομένων ανθρώπων μπορεί να προκαλέσει το πολυπόθητο εκείνο «ποιοτικόν άλμα» που ονειρεύεται στα πιο βαθιά της στρώματα ολόκληρη η Ανθρωπότητα.

Με το βιβλίο του αυτό, ο Θεοδόσης Ν. Πελεγρίνης γίνεται από καθηγητής Φιλοσοφίας κι από σκηνής φιλόσοφος, ποιητής. Κι αυτό το πρώτο καβαφικό «σκαλί» είναι ήδη μεγάλη δόξα, για μία ζωή αλλά και για περισσότερες…

Και μόνον η προγραμματική του ρήση που ξεχωρίζω από τον Πρόλογο αυτού του ευπρόσιτου βιβλίου αποδεικνύει του λόγου μου το αληθές: «Φιλοσοφώ, με άλλα λόγια, σημαίνει: δεν μένω στα ίδια, στα καθιερωμένα, αλλά αλλάζω τον κόσμο, υπό την έννοια ότι τον παραθέτω όχι όπως υποτίθεται ότι είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως μπορεί να τον σκεφτεί ο νους μας». Αυτός είναι –κατά τη γνώμη μου– κι ορισμός της Ποίησης, της υψηλής, της εμπνευσμένης, που απευθύνεται σε ανοικτά μυαλά. «Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω»!!!.

Κάποιοι αρκετά προβεβλημένοι κι επώνυμοι οι ίδιοι κατηγόρησαν τον Καβάφη ως «ρεπόρτερ της Ιστορίας», όμως ο μεγάλος Αλεξανδρινός κατείχε την τέχνη να διδάσκει «με παραμύθια και παραβολές», όχι «γιατί ακούγονται πιο ευχάριστα στο αυτί», αλλά γιατί είναι ο πιο δόκιμος τρόπος να αναγκάσεις τους άλλους να σκεφτούν αυτό που θέλεις να τους πεις ο καθένας για τον εαυτό του, νομίζοντας πως ανακάλυψαν όλοι τους (πρώτοι απ’ όλους τους άλλους) μίαν άγνωστον ήπειρον, ένα καινούργιο ηλιακό σύστημα στη γειτονιά μας ίσως…

Επιλέγω λοιπόν, ουχί δειγματοληπτικώς, να σας παραθέσω το εκατοστόν πόνημα του καθηγητού που συγκαταλέγεται πλέον μεταξύ των ποιητών με σημαντική επίδραση στη μεταιχμιακή ελπιδοφόρα εποχή μας. Θέμα του; Τι πιο επίκαιρο σε κάθε παρακμή;

ΧΡΗΜΑ

Πάντοτε –με εξαίρεση πρόσωπα όπως οι αρχαίοι Κυνικοί, οι οποίοι συνειδητά επέλεξαν να ζουν από την ελεημοσύνη των άλλων– το χρήμα ήταν απαραίτητο για να μπορεί ο άνθρωπος, καλύπτοντας τις ανάγκες του, να ζήσει. Βέβαια, το να έχεις χρήματα δεν είναι αρκετό να ξεπεράσεις τις δυσκολίες της ζωής σου. Απαραίτητη, εξίσου, είναι η σωστή χρήση του. Ιδού με ποιον έξυπνο τρόπο εκμεταλλεύθηκε την δύναμη του χρήματος ο Ευμένης από την Καρδία της Μικράς Ασίας, αρχιγραμματέας πρώτα του Φιλίππου Β΄ και μετά ίππαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σατράπης της Καππαδοκίας και της Παφλαγονίας, ο στρατηγικότερος μεταξύ των καλουμένων Διαδόχων του Μακεδόνα στρατηλάτη νους, που αγωνίστηκε για την ενότητα του αχανούς κράτους του, γνωρίζοντας ότι –στην εξαιρετικά ασταθή και ταραχώδη εποχή μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, το 323 π.Χ., όπου το δέλεαρ της εξουσίας έσπρωχνε τον έναν να επιβουλεύεται τον άλλο– παραφύλαγαν να τον βγάλουν από την μέση σκέφτηκε, αντί να έχει παρατρεχάμενους να τον προστατεύουν, να ορίσει σωματοφύλακά του το χρήμα. Πρώτα  προφασίστηκε ότι είχε ανάγκη μεγάλη από χρήματα και κατόπιν έπεισε κάποιους  γύρω του να τον δανείσουν υποχρεώνοντάς τους, έτσι, να έχουν κάθε λόγο να μην πάθει τίποτα. Αλλιώς, πώς θα μπορούσαν να πάρουν πίσω τα χρήματά τους από έναν νεκρό; Χάρη στο κόλπο του αυτό έμαθε ότι ο Αντιγένης και ο Τεύταμος, οι αρχηγοί των Αργυράσπιδων, του επίλεκτου σώματος του πεζικού στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν.  Δυο δανειστές του, όμως, ο Εύδαμος και Φαίδιμος, που το έμαθαν έσπευσαν να του το πουν – όχι, βέβαια, για να αποσπάσουν την εύνοια  ή την ευγνωμοσύνη του, αλλά επειδή φοβήθηκαν μην, εξαιτίας της δολοφονίας του, χάσουν τα χρήματά τους. Αν γινόταν, μάλιστα, με το κόλπο του τού δανεισμού να έβαζε στο χέρι όλους τους Αργυράσπιδες, τότε ο Ευμένης θα μπορούσε να κοιμάται ήσυχος. Οι κακόφρονες, όπως τους χαρακτήρισε, Αργυράσπιδες δεν θα υπέκυπταν στον εκβιασμό του ανταγωνιστή του Αντίγονου του Μονόφθαλμου. Ο Αντίγονος, αν και ηττηθείς από τον Ευμένη στην μάχη της Γαβιηνής, το 316, κατάφερε να αρπάξει τις γυναίκες και τις περιουσίες των Αργυράσπιδων. Τους παρήγγειλε  ότι θα τους τις επέστρεφε, αν του παρέδιδαν τον Ευμένη να τον σκοτώσει – όπερ, βέβαια, εκείνοι και έπραξαν.

Το χρήμα, όμως, πέρα από αναγκαίο, να είναι και άπιστο. Εύκολα σε εγκαταλείπει. Τους Αργυράσπιδες, μετά την προδοσία τους, ο Αντίγονος τους ξαπόστειλε στην μακρινή Αραχωσία, στον διοικητή της Σιβύρτιο, να τους εξοντώσει, ώστε «μήτε ένας των να επιστρέψει στην Μακεδονία μήτε και να ξαναδεί την θάλασσα την ελληνική». Και δεν ακούστηκε τίποτε γι’ αυτούς ξανά.