«Οι άνθρωποι, όσο κι αν τρέφουν αισθήματα αγάπης ο ένας για τον άλλο, παραμένουν αποξενωμένοι· αν κάποιος υποφέρει, ο πόνος είναι αποκλειστικά δικός του, κανένας άλλος δεν μπορεί να νιώσει έστω κι ελάχιστα αυτόν τον πόνο· αν κάποιος υποφέρει, οι άλλοι δεν αισθάνονται άσχημα γι’ αυτό, ακόμα κι αν η αγάπη είναι μεγάλη, κι αυτό προκαλεί τη μοναξιά στη ζωή» (σελ. 234-5).

Ο Ιταλός μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, ζωγράφος, δημοσιογράφος και ποιητής Dino Buzzati-Traverso (Ντίνο Μπουτζάτι-Τραβέρσο) γεννήθηκε το 1906 στο Σαν Πελεγκρίνο της Ιταλίας στην έπαυλη των γονιών του, που ανήκαν στην υψηλή αστική τάξη της Βενετίας και απεβίωσε στο Μιλάνο το 1972. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Αμέσως μετά, στα 22 του χρόνια, προσλήφθηκε στη Μιλανέζικη εφημερίδα Corriere della Sera, όπου και εργάστηκε μέχρι τον θάνατό του ως χρονικογράφος, ρεπόρτερ, συντάκτης, ειδικός απεσταλμένος, πολεμικός ανταποκριτής στην Αντίς Αμπέμπα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δοκιμιογράφος και κριτικός τέχνης. Η συγγραφική σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1933 με το πρώτο του μυθιστόρημα Ο Μπάρναμπο των βουνών. Ακολούθησε το Μυστικό του γέρικου δάσους (1935) και Η έρημος των Ταρτάρων το 1940 που γνώρισε τεράστια επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και θεωρείται το αριστούργημά του. Το 1942 εκδόθηκε η διηγηματική συλλογή Οι επτά αγγελιοφόροι, και ακολούθησαν το παιδικό μυθιστόρημα Η περίφημη εισβολή των αρκούδων στη Σικελία (1945), ο τόμος διηγημάτων Η κατάρρευση του Μπαλιβέρνα (1954), το ψυχολογικό μυθιστόρημα Ένας έρωτας (1963), η συλλογή διηγημάτων Δύσκολες νύχτες (1971) και αρκετά θεατρικά έργα, ποιήματα και μουσικά βιβλία.

Αφού αποφοίτησε από τη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία, ο 21χρονος υπολοχαγός Τζοβάνι Ντρόγκο ξεκίνησε ένα πρωινό του Σεπτέμβρη από την πόλη του, όπου ζούσε με τη μητέρα του και τους τρεις αδελφούς του, με προορισμό το Οχυρό Μπαστιάνι. Εκεί ήταν ο πρώτος του διορισμός. Ανεξήγητα, όμως, μελαγχολικός, πικραμένος και ταραγμένος αποχαιρέτησε τη μητέρα του και με τη συνοδεία του φίλου του Φραντσέσκο Βέσκοβι, άρχισαν από τα χαράματα να ιππεύουν, βγαίνοντας από την πόλη. Συνέχισε μόνος του για δύο μέρες, ώσπου σε μια μακρινή κοιλάδα συνάντησε τον λοχαγό Ορτίζ, που τον οδήγησε στο Οχυρό, το κομμάτι των νεκρών συνόρων με τη μεγάλη έρημο των Ταρτάρων εμπρός του. Ο συνοριακός σταθμός είναι τόσο απομονωμένος ώστε το πλησιέστερο χωριό, το Σαν Ρόκο, απέχει τουλάχιστον 30 χιλιόμετρα. Εκεί γνωρίζει τους επίσης υπολοχαγούς Κάρλο Μορέλ, Φραντσέσκο Γκρότα και Πιέτρο Ανγκουστίνα, τους λοχαγούς Φοντσάζο, Μόντι και Στιτσιόνε τον επιλοχία Τρονκ, τον ανθυπασπιστή Εσπίνα, τον ράφτη του συντάγματος κι ανθυπασπιστή Προσντότσιμο, τον γιατρό Φερντινάντο Ροβίνα, τον κόμη Μαξ Λαγκόριο, τον υποδιοικητή και αντισυνταγματάρχη Νικολόζι, τον ταγματάρχη και επιτελάρχη του Οχυρού, Μάτι, τον διοικητή και συνταγματάρχη Φιλιμόρε και φυσικά την ορντινάτσα του, τον Τζερόνιμο. Το οχυρό έχει οκτώ φρουρές: τρεις για το κεντρικό κτίριο, τέσσερις για τα πλαϊνά φυλάκια και μία για το απομακρυσμένο Καινούριο Φυλάκιο. Με το που καταφθάνει στο Μπαστιάνι, ο Τζοβάνι θέλει να πάρει μετάθεση για την πόλη, αλλά δεν μπορεί να φανταστεί ότι θα υπηρετήσει εκεί ως λοχαγός κι αργότερα ως ταγματάρχης για περισσότερα από τριάντα χρόνια, έως τα 54 του χρόνια, περιμένοντας μάταια τη δόξα από την επίθεση των Ταρτάρων.

Το μυθιστόρημα αποτελείται από 30 σύντομα κεφάλαια και το διαφωτιστικό επίμετρο της μεταφράστριας σχετικά με τη ζωή, την εργογραφία, και ειδικά με το συγκεκριμένο βιβλίο του συγγραφέα που πραγματεύεται τη μοναξιά, την υπαρξιακή αγωνία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τον θάνατο.O βραβευμένος συγγραφέας με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2003, Τζον Μάξγουελ Κούτσι (J.M. Coetzee) αναφέρει ότι πρόκειται για ένα παράξενο μυθιστόρημα που σε στοιχειώνει, ένα εκκεντρικό, κλασικό βιβλίο (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου). Το βιβλίο μεταφέρθηκε στην έβδομη τέχνη το 1976 με πρωταγωνιστές τους Ζακ Περέν, Μαξ φον Σίντοφ και Βιτόριο Γκάσμαν. Επίσης, το έργο έχει έντονες επιρροές από το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη Περιμένοντας τους βαρβάρους (1904) και βρίσκεται στην 29η θέση στη λίστα των 100 καλύτερων βιβλίων του 20ού αιώνα της γαλλικής εφημερίδας Le Monde. Επιπροσθέτως, άσκησε τεράστια επιρροή σε σπουδαίους μεταγενέστερους συγγραφείς ανά τον κόσμο και συνεισέφερε στην ανάπτυξη και προώθηση του λογοτεχνικού στιλ που είναι ευρύτερα γνωστό ως μαγικός ρεαλισμός.  Ο αναγνώστης όχι μόνο θα ταυτιστεί με τον ήρωα αλλά πολύ περισσότερο θα αναγνωρίσει στοιχεία του εαυτού του καθ’ όλη την πορεία της ζωής του Τζοβάνι Ντρόγκο και θα διαλογιστεί για τις μη ηρωικές αρετές της ανεκπλήρωσης, της απογοήτευσης, της θεσμοθέτησης και της παραίτησης. Άκρως ατμοσφαιρικό, γραμμένο σε αραιή, ευθεία, ξεκάθαρη και δίχως περιστροφές πρόζα είναι εντέλει μια προειδοποιητική ιστορία που δεν περιορίζεται στη στρατιωτική ζωή. Μιλάει σε όλους μας και σε όλες τις πτυχές της ζωής μας, στην προειδοποίηση της σημασίας της συνήθειας, της έξης, και κυρίως στην αίσθησή μας, ότι συχνά είμαστε ο χειρότερος εχθρός του εαυτού μας, ακόμη και του λατινικού ποιητικού κλισέ της ωδής του Οράτιου carpe diem. Το έντονα καφκικό αυτό βιβλίο συνιστάται ανεπιφύλακτα σε αναγνώστες πρόθυμους να ασχοληθούν με μια ιστορία ηθικής εμποτισμένη με τη φιλοσοφία για τη ζωή, ειπωμένη από στρατιώτες και τα οχυρά τους αλλά και από την απέραντη ασφυκτική λαβή της αδυσώπητης φύσης και της πνιγηρής μέγγενης του ανελέητα φευγαλέου χρόνου.