Στην πρώτη στάση αυτού του κινηματογραφικού λογοτεχνικού ταξιδιού ο τριτοπρόσωπος αφηγητής έχοντας ελεύθερη πρόσβαση στον ψυχισμό των ηρώων κι ηρωίδων αυτού του μυθιστορήματος, μας δίνει μία σύνοψη του εσωτερικού του κόσμου:
«Έβλεπε συχνά τον εαυτό του, σαν καλοφτιαγμένη μαριονέτα από φροντισμένο γυαλιστερό ξύλο, που τα μέλη της κινούνταν από τα χέρια κάποιου άγνωστου, που για κάποιο λόγο ούτε τον ήξερε, ούτε τον καταλάβαινε. Γιατί κάθε καινούργια μέρα που ξημέρωνε, του έφερνε την ίδια κατάθλιψη, την ίδια μονοτονία, την ίδια αχρωμία. Αποκομμένος από κάθε αφετηρία και προορισμό, ανέγγιχτος απ’ όλες τις μικρές καθημερινές χαρές και λύπες, παρακολουθούσε αδιάφορα τις μέρες του να κυλούν γκρίζα κι ανούσια, σαν τον άψυχο, άχρωμο κι απρόσωπο σταθμό του μετρό που ήταν αναγκασμένος να επισκέπτεται κάθε μέρα για ν’ αρχίσει τη μέρα του και για να ολοκληρώσει κάθε βράδυ με το δρόμο της επιστροφής στο άχρωμο διαμέρισμά του» (σελ. 26).
Η αγία πληκτική καθημερινότητα με τα εξασφαλισμένα προνόμια μιας παράδοσης, μιας αντιπαροχής αν προτιμάτε, μίας σύγχρονης δουλείας που με τη βοήθεια της τεχνολογίας γίνεται ολοένα και περισσότερο εκκωφαντικά αποχαυνωτική κι οι άνθρωποι βουλιάζουν μέσα στον εσωτερικό τους κόσμο ανίκανοι να φέρουν συναισθήματα από εκείνα που ταιριάζουν σε «πρωτόγονους» χειρώνακτες βιοπαλαιστές, που είχαν όμως έναν άλλον τρόπο να συν-χωρούν χωρίς να καταφεύγουν στη βία και χαλιναγωγώντας τον θυμό, την οργή και τον πανικό τους προκειμένου να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη επιβίωση που μόνο μέσα από την αλληλεγγύη και τη συνεργατική ομαδικότητα θα ήταν αποδεκτή.
Ο σύγχρονος άνθρωπος αποκομμένος από το επιτακτικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης βρίσκεται πάλι έρμαιο των ορμεμφύτων του, μόνο που αυτή τη φορά περιορίζονται αποκλειστικά στο ερωτικό ένστικτο που αλίμονο αν γείρει προς την πλευρά της αυτο-καταστροφής και γίνει ροπή, παρόρμηση θανάτου. Τότε η δολοφονία του απέναντι, η εκδίκηση, η βεντέτα γίνονται μετωνυμικές παρηχήσεις του δικού μας αρχετυπικού φόβου απέναντι στον Θάνατο, στο Άγνωστο. Το εγγενές άγχος του κενού που κατατρύχει το έλλογον ανθρώπινον είδος δεν αντέχει την εκκωφαντική σιωπή μήτε πριν μήτε μετά έναν φόβο, μια καταιγίδα, μια φυσική καταστροφή. Στο μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο συμφορές, στη «νύχτα της ψυχής» δημιουργούμε έργα Τέχνης, πλάθουμε ιστορίες, αφηγούμαστε μύθους, εξωραΐζουμε τον εαυτό μας για να αντέξουμε τους άλλους, που «είναι η Κόλαση» σύμφωνα με τη «Ναυτία» του Σαρτρ.
Αυτό το υπαρξιακό κενό του σύγχρονου πολιτισμένου ανθρώπου στις αχανείς μεγαλουπόλεις σε αντιδιαστολή με τον ακαταλάγιαστο καθημερινό φόβο των προσφύγων που δεν έχουν εξασφαλίσει τίποτα και δεν διαθέτουν ουδεμία βεβαιότητα για κάτι, μήτε για το αφαιρέσιμο δώρο της ζωής, όπως φαίνεται στο προλογικό διήγημα πριν το τραίνο πάρει να μετράει τους σταθμούς του. Αυτή η απαραίτητη εισαγωγή, το βαρύ πρελούδιο, χαρίζει την απαραίτητη αντίστιξη σε αυτό το πεζογράφημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και παραδοσιακό, αν δεν είχε αυτή τη γρήγορη μουσική υπόκρουση από δυναμικά κρουστά και μελωδικά έγχορδα, αν δεν είχε την ταχύτατη αισθητική των αδρά φωτισμένων αντιθετικών τηλεοπτικών πλάνων από ταινίες δράσης, αν δεν παρωδούσε την κιτς αισθητική των διαφημίσεων κι αν δεν χρησιμοποιούσε ο καλός συγγραφέας τόπους και τεχνικές των κόμικς.
Τα επίθετα ζευγαρώνουν και τριτώνουν, ένας καταιγισμός συνωνύμων υποθάλπουν τις εκτενείς περιγραφές τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών τοπίων (σε αναλογία ένα προς τέσσερα). Αυτή η κοινωνιολογική θα λέγαμε οξεία κριτική ματιά χαρίζει στον αναγνώστη την απαραίτητη απόσταση για να μην ταυτιστεί ναρκισσιστικά με τα πάθη των ηρώων και για να μην διαπιδύσει ο εσωτερικός τους χώρος στη δική του φιλοπερίεργη ψυχούλα. Εξηγούμαι: η μετρημένη δοσολογία μελωδίας-δυσαρμονίας, μελωδικότητας κι αποδόμησής της, η αρχιτεκτονική λογική της στηρίξεως πάνω σε αντίθετους πόλους, όχι μόνο για την επίτευξη ισορροπίας αλλά και για τη δημιουργία των απαραίτητων φωτοσκιάσεων ώστε να γίνεται αντιληπτό το αφηγούμενο θέμα και να βαραίνει αποκτώντας κάποιο εκτόπισμα το θεωρούμενο «αντικείμενο»… όλ’ αυτά συναντούν τη σύγχρονη προβληματική στα αμήχανα χρόνια μετά το μεταμοντέρνο, όπου αν θέλουμε να ξαναγίνουμε περιζήτητοι παραμυθάδες και ποιητικοί αφηγητές, αν δεν θέλουμε να χάσουμε το κοινό μας πρέπει να ξαναγυρίσουμε σε δοκιμασμένες μορφές αλλά με καινούργιες ηχο-φωτο-αισθηματο-μυθο-πλασίες…
Αυτό ακριβώς ποιεί κι ο κοσμοπολίτης Δημήτρης Πολίτης, με σπουδές Οικονομικών αλλά και Κλασικών Επιστημών και Ιταλικής Φιλολογίας, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην Πληροφορική και στις Ευρωπαϊκές Δημόσιες Σχέσεις. Από τα ηγετικά στελέχη του Αγγλόφωνου Κύκλου Συγγραφέων των Βρυξελλών, εργάζεται σήμερα στη Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας και Τύπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά είναι κι αρχισυντάκτης του δικτυακού τόπου “EUROPA” της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κι αν παρέθεσα αυτά τα εργοβιογραφικά στοιχεία είναι για να καταλήξω στο απολύτως εύλογον πλέον συμπέρασμα ότι η γραφή του τον καταδεικνύει ως γνήσιο εκπρόσωπο της “Letteratura Erudita” της αφηγηματικής γραφής των μορφωμένων, των καλοσπουδαγμένων, των αναγεννησιακών εκείνων σύγχρονων συγγραφέων που δεν περιορίζονται απλώς και μόνον σε ένα γνωστικό αντικείμενο, όπως ήταν απαραίτητο στα πρώτα χρόνια της Βιομηχανικής Επανάστασης, αλλά διαθέτοντας πλήρη πρόσβαση στη σύγχρονη μετα-τεχνολογική εποχή της γρήγορης διάδοσης της πληροφορίας έχουν το πλεονέκτημα να είναι πανεπιστήμονες και να μπορούν να μιλήσουν εμβριθώς επί παντός επιστητού. Κι εδώ είναι που επανέρχεται στο προσκήνιο ο περίφημος «παντογνώστης» τριτοπρόσωπος αφηγητής από την εποχή του «μεγάλου αστικού μυθιστορήματος» κι αξιοποιεί τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου προς όφελος της έρευνας και της μελέτης που δεν είναι στείρα ακαδημαϊκή αλλά στοχεύει στην καθημερινότητα και στις λεπταίσθητες διαφοροποιήσεις που προκαλεί η πολυπολιτισμική Κρίση στον ψυχισμό του μεμονωμένου ατόμου. Κι επειδή παρά την καταναλωτική εξατομίκευση των πάντων, εξακολουθούν τα πρόσωπα να λειτουργούν ως μέρη αντί του όλου, κι αφού κανένα σύνολο δεν μπορεί να νοηθεί παρά ως άθροισμα των ψηφίδων-μελών του, αυτή η σύγχρονη μυθιστοριογραφία, της οποίας ο Δημήτρης Πολίτης είναι γνήσιος και χαρακτηριστικός εκπρόσωπος (ειδικά στη μίζερη νεοελληνική λογοτεχνική μας πραγματικότητα)… αυτή η σύγχρονη μυθιστοριογραφία τείνει να συμβάλει σε έναν καινούργιο τύπο Διαφωτισμού όπου πέφτουν τα στεγανά και καταλύονται τα όρια μεταξύ των επιστημών με αποτέλεσμα να γίνεται σταδιακώς το μυθιστόρημα διεπιστημονικό πόνημα που προϋποθέτει έρευνα, μελέτη των στατιστικών, επιλογή αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων και συν-κίνηση τόσο του θυμικού όσο και του νοητικού κάθε επαρκούς συνδημιουργικού αναγνώστη σε μια μεταμπρεχτική συγκρατημένη αποστασιοποίηση που είναι εκ προοιμίου «πολιτική» με την έννοια του μεταβαλλόμενου κι ευμετάβλητου κοινωνικού ιστού, που όσο κι αν φαίνεται ότι αποσαθρώνεται, στην πράξη μεταβαίνει σε μία άλλη ανωτέρας δονήσεως πολυδιαστασιακή «στιγμή».
«Η επόμενη στάση», το πολυπρισματικό ψηφιδωτό μυθιστόρημα του Δημήτρη Πολίτη εντάσσεται στη λογοτεχνική του παραγωγή ανάμεσα σε δύο θρίλερ κι έπεται κάποιων βραβευμένων ασκήσεών του στη μικρή αφηγηματική φόρμα του σύντομου πεζού που αρεσκόμεθα ακόμα να ονομάζουμε «διήγημα»… «Η επόμενη στάση» δεν είναι μία ακόμα μεταμοντέρνα συρραφή μεμονωμένων διηγημάτων αλλά ένα απολύτως εναρμονισμένο και μελωδικό αρχιτεκτονικό σύνολο με αξιοθαύμαστη δομή και λογοτεχνικές ισορροπίες που ρέπουν προς το κλασικό εγκαταλείποντας το μοντερνιστικό πολυχρησιμοποιημένο πρότυπο [καιρός ήταν πια μετά έναν ολόκληρο αιώνα να ενηλικιωθούμε και να παραιτηθούμε από παιγνιώδεις πειραματισμούς που απλώς και μόνον κάλυπταν το χαίνον άγχος κενού που βάθυνε ακόμα περισσότερο με τη φρίκη δύο παγκοσμίων συρράξεων και τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας εις βάρος της ανθρώπινης ζωής και υγείας]. Σήμερα, που δεν έχουμε λύσει ακόμα το πρόβλημα της βίας, του επεκτατισμού, της αλαζονείας, της απληστίας, η επιβίωση κανενός από εμάς πάνω σε αυτόν τον δοκιμαζόμενο πλανήτη δεν είναι εξασφαλισμένη. Κι αυτό μας καθιστά συνεργούς και συνεταίρους, αναγκαστικώς αλληλέγγυους για το Καλό όλων (ή για το Κακό). Βιβλία σαν κι αυτό μας βοηθάνε ακριβώς να οξύνουμε την απαραίτητη ενσυναίσθηση προκειμένου να εγκαταλείψουμε τα εσωτερικά μας καβούκια όπου ταμπουρωθήκαμε για να αμυνθούμε από τον εξωτερικό εχθρό, ενώ, όπως στο Πλατωνικό «Σπήλαιο των Ιδεών», ο εχθρός είναι μέσα μας κι έχει τη μάσκα των ομοίων μας!!!
Κι αναρωτιέται ο ήρωας Κηθ Μακφάρλαντ σε αυτή τη σύγχρονη saga του Δυτικού πολιτισμένου ανθρώπου, του χαμένου σε μια αρχαία βαρβαρότητα νέας κοπής:
«Μπορεί άραγε να καταλάβει κάποιος το τι ακριβώς είδος ανθρώπινης ύπαρξης, το τι ακριβώς χαρακτήρα μπορούν να κρύβουν πίσω τους τα χαρακτηριστικά ενός αγνώστου χαμογελαστού προσώπου; Είναι τελικά το πρόσωπο η μάσκα, ο καθρέφτης της ψυχής», αναρωτήθηκε ο Κηθ δίχως να πάρει ούτε στιγμή το βλέμμα από πάνω της [της χαμογελαστής ρετουσαρισμένης κουκλίτσας στη γιγαντοαφίσα που διαφημίζει μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών…] (σελ. 20).
Το γκροτέσκο, η λεπτο-επεξεργασμένη ειρωνεία, η μανιχαϊστική φωτοσκίαση, ο κινηματογραφικός εξπρεσιονισμός, το «γοτθικό» στοιχείο των θρίλερ, η σοφή αρχιτεκτονική της αφήγησης διαμορφώνουν ένα απολύτως διακριτό λογοτεχνικό ύφος, ευρέως αναγνωρίσιμο που φέρει την υπογραφή: Δημήτρης Πολίτης.