Από την πρώτη στιγμή που άκουσα στίχους του Παναγιώτη Παπαϊωάννου εκεί, στο ατμοσφαιρικό διώροφο κτήριο («πολιτιστικό κέντρο» όπως λέω εγώ) των οδών Τηλεμάχου και Σμολένσκι, ένιωσα στην παλλόμενη φωνή του τον χορευτικό εκείνο ρυθμό που διακρίνει την ποιητική πνοή από τα πεζολογήματα. Τον ενεθάρρυνα –μαζί με άλλους φίλους του, όπως η αείμνηστη Λιλή Ζωγράφου– να τα δημοσιεύσει, όμως αυτός ήταν συνεσταλμένος, εκ φύσεως. Προτιμούσε να τα διαβάζει σε ολίγους κι εκλεκτούς. Τελικά, φαίνεται ότι ενέδωσε στις πιέσεις μας και πείστηκε ότι κάτι καλό, υπερκόσμιο θα έλεγα, υπάρχει στη γραφή του… Κι από εκεί και πέρα η πορεία του ήταν διακριτικά σταθερή, σαν το λιωμένο χιόνι που γίνεται χείμαρρος, διασχίζει χαράδρες και βουνά, πλαγιές και διάσελα, συνεχίζοντας ακάθεκτο την πορεία του προς τον απαστράπτοντα καθρέφτη της θάλασσας, κάτω από το άπλετο φως του μεσημεριού.

Βαθιά μυστικιστική η ποίηση του Παναγιώτη Παπαϊωάννου, συμπαντικά ερωτική, αυθορμήτως αναβλύζουσα, ακαταμάχητη, οργιαστικώς θαλερή, απολλωνίως διονυσιάζουσα, χριστιανικώς βακχική και προσωκρατικώς ρευστή.

Η ποιητική σύνθεση με τον εύσχημο τίτλο «Η Εποχή των Κυθήρων» λειτουργεί μάλλον ως λιμπρέτο για ένα (άγραφο ακόμα) ορατόριο, δοξαστικό της Ουρανίας Αφροδίτης. Η πάνδημος δεν έχει θέση στην αθώα, παιδική ματιά του.

Την παρουσιάζει ως νεορομαντική μορφή που παραπέμπει ευθέως κι ευκρινώς στη «Φεγγαροντυμένη» του Σολωμού και στη φασματική Μαργαρίτα του Γκέτε.

Η αιώνια εφηβεία του ποιητή διακρίνεται από ωριμότητα γέροντος πολιού. Από τη γραφή του αναδύεται όψη σμιλεμένη από τα χρόνια, που θυμίζει μεσήλικες ελιές –ας μου επιτραπεί η έκφραση–, εύχυμες και καρποφόρες.

Στίχοι καταιγιστικώς μαιναδικοί, όπως αυτοί που εκστομίζει η Ποθητή, ξυπνούν άλλους ρυθμούς που ελάνθαναν έως τώρα στην πανανθρώπινη κυτταρική μνήμη:  «Ανελέητο όργωμα κορμιών, / Μόρια παλλόμενα σε συντονισμό, / Αλληλομαστίγωμα πνοών και αναπνοών. / Χείλη που καίγονται σε ένωση /

Καρδιές άναρχα άρρυθμες / Σε τούτη την αιώνια άνοιξη».

Η θυελλώδης ορμή ενός καινοφανούς “Sturm und Drang” έρχεται να ανανεώσει τη μινυρίζουσα αυτό-ψυχαναλυτική κι αδιεξόδως επαναλαμβανομένη –εν πολλοίς– νεοελληνική ποιητικολογία.

Νοητικά αστρικά ταξίδια στο γαλαξιακό χωροχρονικό συνεχές. Η φωνή του υμνωδού αντηχεί ως λύρα απολλώνιος και ορφική. Μόνο που η Ευρυδίκη του είναι ζωντανή, ενσαρκωμένη στο ταίρι του, τη Σταματία Παπαϊωάννου.

Ένα ποιητικό φαινόμενο μοναδικό, πρωτότυπο, καταυγαστικό, που εύχομαι να μην περάσει απαρατήρητο. Το «σύνδρομο Σαλιέρι» πλήττει συχνά τους «τα φαιά φορούντες», όπως θα έλεγε ο Μεγάλος Αλεξανδρινός. Μόνο που πήξαμε στους Σαλιέρι κι οι Μότσαρτ φεύγουν τρομοκρατημένοι. Όμως αυτή δεν είναι η περίπτωση του Παναγιώτη Παπαϊωάννου. Αυτός αρθρώνει τον ποιητικό του λόγο, εκτίθεται κι εξαϋλώνεται σε έναν κόσμο δίκαιο, όπου λάμπει πάντα ο ήλιος ο πνευματικός τού Ανεσπέρου Φωτός.

Επειδή πιστεύω ακράδαντα ότι το Φως είναι απείρως ισχυρότερο από την πλεονεκτούσα Μαύρη Ύλη, που υπερισχύει μόνον αριθμητικώς, υποκλίνομαι ευθαρσώς στον Ποιητή.