Επιστημονικό το μελέτημα, διακριτική η σκέψη, διαυγές το σκεπτικό, ευτυχής η κατάληξη. Θα έλεγα ότι η διδάκτωρ Ψυχολογίας κι ενεργός ψυχοθεραπεύτρια Εύα Στάμου επιχειρεί μια ανθρωποκεντρική, αυτοβελτιωτική κι αυτογνωσιακή προσέγγιση του ακανθώδους αυτού θέματος, που ταλαιπωρεί τόσο το αναγνωστικό κοινό όσο και τους κριτικούς, ειδικά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, με την άνθηση των αυτοβιογραφικών-μυθοπλαστικών πονημάτων κάθε συνταξιούχου που αποφεύγει έτσι την κατάθλιψη, αλλά και των εκδοτών που χτύπησαν φλέβα χρυσού, αδιαφορώντας για την ποιότητα, αφού έχουν την πολυτέλεια να πληρώνουν καταχωρήσεις και να εξασφαλίζουν ενημερωτικά σημειώματα σε έντυπα, τηλεοπτικά, ραδιοφωνικά και διαδικτυακά μέσα μεγάλης απήχησης στο λαϊκό «αμύητο» κοινό, που κολακεύεται να θεωρείται «μορφωμένο» μόνο και μόνο επειδή επισκέφθηκε μερικά υποβαθμισμένα πανεπιστημιακά ιδρύματα με άσχετους κι αριβίστες αγράμματους «καθηγητές» της αντιγραφής, της ίντριγκας, της διαπλοκής και της κομπίνας… Η ροζ λογοτεχνία υπήρχε πάντα (τους τελευταίους αιώνες μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση) κι η παραλογοτεχνία επίσης. Σε καμία χώρα του κόσμου όμως δεν φόρεσαν ακαδημαϊκό μανδύα, δεν απασχόλησαν τόσο πολύ τον επίσημο και σοβαρό Τύπο, δεν συνδέθηκαν με το βιογραφικό και το προφίλ του εκθειαζόμενου. Στη χώρα μας, η αναξιοκρατία κι η διαρκής κρίση θεσμών, η πνευματική φτώχεια κι εθελοδουλία, ο αποικιοκρατικός εισαγόμενος «πλούτος» ληγμένων πολιτιστικών (κι ουχί πολιτισμικών) προϊόντων διαμόρφωσαν μιαν ιδιότυπη κατάσταση ανατολίτικου παζαριού στον χώρο των Ιδεών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει «κανόνας», ασφαλή, γενικώς παραδεδεγμένα κι αποδεκτά μέτρα και σταθμά, να επικρατεί ένας ωφελιμιστικός πραγματισμός, ένας μηδενιστικός υλισμός και μια χρησιμοθηρία άνευ προηγουμένου, με την Τύχη, το Χρήμα και την Εξουσία σε θέσεις καθοριστικές (διαιτητού και διαιτητευομένου)… Ή αλλιώς, για να το πούμε και πιο λαϊκά, «Γιάννης κερνάει Γιάννης πίνει» ή «όποιος έχει το καρπούζι έχει και το μαχαίρι», αυτός και μόνον αυτός μοιράζει βραβεία, επιχορηγήσεις, οικονομικές ενισχύσεις και άλλα συναφή, «αφού προηγουμένως ευλογήσει τα γένια του». Επομένως, το θέμα κατά τη γνώμη μου δεν είναι η ευπώλητη και πολυδιαφημιζόμενη παραλογοτεχνία, αφού εκεί «υπάρχουν τα φράγκα» ούτε βεβαίως η ροζ λογοτεχνία που χαρίζει ασφαλή εκτόνωση στο βεβαρυμμένο θυμικό αναγνωστών-αναγνωστριών που ζουν και δρουν σαν τις «Δούλες» του Ζενέ. Θα πρέπει κάποια στιγμή να δούμε και την κοινωφελή πλευρά της παραλογοτεχνίας ως παράγοντα κατασταλτικού της εγκληματικότητας, όπως και τον εκτονωτικό ρόλο της ροζ λογοτεχνίας στη μείωση των βιασμών και των σεξουαλικών βιαιοπραγιών κάθε είδους. Είναι καλό να παίρνει κανείς «δουλειά στο σπίτι» από το να βγαίνει στον δρόμο προς άγραν θυμάτων… Δεν επιχειρώ βεβαίως να διοριστώ υπερασπιστής του παρα- (γενικώς). Απλώς μεταθέτω το ερώτημα από το ψυχοδραματικό-ψυχοθεραπευτικό σημείο όπου το εντοπίζει η καλή πεζογράφος και μελετήτρια Εύα Στάμου λόγω «επαγγελματικής κατάρτισης» (για να μην πω «επαγγελματικής διαστροφής)… επιχειρώ λοιπόν τώρα να το μεταθέσω ως εν ενεργεία κριτικός Λογοτεχνίας στο ευρύτερο μωσαϊκό μιας κοινωνίας μεταιχμιακής που βιώνει από το 1821 μια πολύπλευρη κρίση ταυτότητας-αξιών-πολιτισμικής ιδιαιτερότητας. Αυτή η μακροσκοπική θεώρηση ταιριάζει κατά τη γνώμη μου καλύτερα σε μια περισσότερο «αντικειμενική» αντιμετώπιση του προβλήματος, αφού η μικρο-σκοπική ανάλυση της ιδιαιτερότητας του κάθε ατόμου οδηγεί σε «τυφλή» μεγέθυνση ενός και μόνον δέντρου ενώ το «δάσος» παραμένει σκοτεινό σημείο κι εκτός εστιάσεως. Με άλλα λόγια, η διαφωνία μου με την ερευνήτρια Εύα Στάμου σε αυτό το εξαιρετικό δομημένο δοκίμιό της, που επιβεβαιώνει τόσο τη δομημένη προσωπικότητά της όσο και την επαγγελματική της επάρκεια, έγκειται ακριβώς σε αυτή την ατομοκεντρική θεώρηση ενός προβλήματος που κάθε άλλο παρά «σολιψιστικό» είναι, αφού κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών κι όλοι επηρεαζόμαστε από τη λεγομένη «περιρρέουσα ατμόσφαιρα».

Το θέμα λοιπόν δεν είναι τι γίνεται με τα ευπώλητα, με τα ειδικά βραβεία παραλογοτεχνίας που λείπουν από τη χώρα μας, αλλά στο πώς πλασάρονται, κριτικάρονται, προωθούνται και βραβεύονται τα δήθεν σοβαρά δείγματα της «καλής» λογοτεχνίας, που πολλές φορές –ως κριτικός ομιλώ τώρα– δεν θα έστεκαν ούτε ως παραλογοτεχνία αν γράφονταν σε άλλη γλώσσα και κυκλοφορούσαν σε άλλη ευνομούμενη χώρα με αξιοσέβαστους και ισχυρούς θεσμούς… Εξηγούμαι: όταν το περιορισμένο των ομιλούντων την ελληνική γλώσσα οδηγεί σε ένα ιδιόμορφο πολιτισμικό γκέτο, όπου οι παρίες, οι ασύμβατοι, οι ασυμβίβαστοι, οι διαφορετικοί περιθωριοποιούνται και τιμωρούνται με επιδεικτική σιγή επί της προσωπικότητος και του έργου τους, όταν «όποιος έχει μπάρμπα στην Κορώνη» και «γερό δόντι» μπορεί να αποσπάσει άνετα βαρύγδουπα βραβεία, όταν επικρατούν ο νεποτισμός, η οικογενειοκρατία, η αναξιοκρατία και «τα δικά μας παιδιά», όταν εναλλάσσονται όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι μέχρι να αδειάσουν τα στασίδια και να τους ανακυκλώσει η Ιστορία… όταν όλα αυτά τα παρατράγουδα καλώς κρατούν και με την επίσημη τη μεγάλη του Κράτους σφραγίδα, για ποια «σοβαρή» λογοτεχνία και παραλογοτεχνία ομιλώμεν; Κοροϊδευόμαστε; Όχι, αγαπητοί μου φίλες και φίλοι, δεν θα συμφωνήσω ότι αξιόπιστη κριτική δεν υπάρχει. Βεβαίως υπάρχει. Φυσικά. Όπως υπάρχει καλό θέατρο, ποιοτικός κινηματογράφος, πρωτοποριακή ζωγραφική και υψηλής αισθητικής φωτογραφία. Όμως το ερώτημα είναι: στο παζάρι, στη «λαϊκή» της πνευματικής μας ζωής ποιος φωνάζει πιο δυνατά; Ποιανού τα αγγουράκια είναι πολυδιαφημιζόμενα, ποιος μοιράζει την πίτα και ποιος τη διανέμει; Και τι να κάνει ο φτωχός ο άνεργος κάτοχος δύο και τριών διδακτορικών όταν αναζητεί «νόρμες» και συμπεριφορές αποδεκτές προκειμένου να ενταχθεί κι αυτός σε ένα σαχλό χάος όπου κυριαρχούν μόνον δύο θεές, η Τύχη και η Ανάγκη; Η παραλογοτεχνία θα είναι διαρκώς θριαμβεύουσα στην «Ψωροκώσταινα» που κάποτε ήτανε και «Μεγάλη Ελλάδα», για τον απλούστατο λόγο ότι αυτοί που υποτίθεται ότι είναι οι ταγοί της «σοβαρής» λεγομένης λογοτεχνίας λειτουργούν με όρους και πρακτικές του πιο ξεφτιλισμένου και κιτς “life-style” αγγλοσαξωνικού τύπου. Θα είχα κι άλλα να πω, όμως σταματώ εδώ για λόγους οικονομίας χώρου και χρόνου.

Το ενδιαφέρον αυτό πόνημα της Εύας Στάμου, χωρίς να «κομίζει γλαύκαν εις Αθήνας» θέτει το ερώτημα όσο πιο καθαρά και μ’ ευσύνοπτο τρόπο γίνεται, επιχειρεί να κάνει τον συνήγορο του διαβόλου και να δώσει ίσως κάποιες πρώτες απαντήσεις, όμως περιορίζεται από την επαγγελματική της κατάρτιση και τον συγγραφικό της προσανατολισμό προς την αυτογνωσιακή ενδοσκόπηση του όντος… Δίνει όμως παρ’ όλα αυτά έναν πρώτο «μίτο της Αριάδνης» προκειμένου να περιηγηθούμε με κάποια νοησιαρχική ασφάλεια στον οζώδη, ομιχλώδη, εμπυασμένο και μουχλιασμένο λαβύρινθο της πνευματικής μας ζωής στην Ελλάδα της Κρίσης. Από αυτή την άποψη, διαβάζεται ως καλή εκκίνηση διαλόγου κι εναρκτήριον λάκτισμα πικρών ως επί το πλείστον διαπιστώσεων. Η διάγνωση των ψυχοπαθολογιών στον χώρο του βιβλίου είναι τόσο δυσχερής και περίπλοκη ώστε δεν αρκούν οι σελίδες ενός βιβλίου για να συγκεράσουν ούτε τα βασικά. «Η αρχή», όμως «είναι το ήμισυ του παντός». Κι η Εύα Στάμου τολμά να θέσει τον «δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων». Κι ελπίζω να μην εκληφθεί ως αρνητική κριτική του κόπου της το σημείωμά μου αυτό. Τουναντίον. Τη σέβομαι και την εκτιμώ και χαίρομαι κάθε φορά να συζητώ μαζί της ανταλλάσσοντας απόψεις. Εύα Στάμου, ως ψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια έχεις νομίζω πολλά να πράξεις στον χώρο του βιβλίου, αρχής γενομένης από τις «αυθεντίες». «Από το κεφάλι βρωμάει το ψάρι», πάντα. Όσο για την «παραλογοτεχνία», είναι ταυτόσημη με την επίσημη σοβαρή λογοτεχνία στις μέρες μας. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα. Όλοι οι άλλοι γράφουν πανομοιότυπα, ομιλούν με τον ίδιο κουλτουριάρικο τρόπο, αναμασούν τσιτάτα και χειροκροτούν παθιασμένα προκειμένου να μην είναι “out” χωρίς όμως να γίνονται –οι ταλαίπωροι– κι αυτομάτως “in”…

Αυτά για την ώρα. Θα επανέλθω, δριμύτερος! Κι αυτό ας ακουστεί ως απειλή για όσους «έχουν λερωμένη τη φωλιά τους».

Η Εύα Στάμου είναι ένα φωτεινό μετέωρο στη μίζερη νεοελληνική μας πραγματικότητα. Κι ο λόγος της έχει κάποια βαρύτητα σημαίνουσα.

Εξαιρετικός ο πρόλογος από τον Γιώργο Ε. Δαρδανό, των εκδόσεων Gutenberg, μας δίνει μια σφαιρική θεώρηση του παραλογοτεχνικού φαινομένου από την πλευρά ενός ηρωικού εκδότη που «επιμένει στην ποιότητα».

Μακάρι αυτός ο διάλογος που άνοιξε εδώ να συνεχιστεί με δημιουργικό και διαδραστικό τρόπο για το καλό όλων μας και για το μέλλον των αναγνωστών μας.