«Η Ελλάδα πηγαίνει μπροστά από τις εξαιρέσεις της»

Νίκος Γκάτσος, ποιητής

Ο δημοσιογράφος, εκδότης και συγγραφέας Βασίλης Ι. Τζανακάρης γεννήθηκε στις Σέρρες το 1944, πόλη στην οποία μεγάλωσε και ζει.  Σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Α.Π.Θ. Έχει εκδώσει τρεις εφημερίδες, περισσότερα από είκοσι βιβλία και έχει διοργανώσει πολλές εκθέσεις αρχειακού υλικού. Το 1975 εξέδωσε το περιοδικό «Κοκτέιλ», το οποίο από το 1978 μετονομάστηκε σε «ΓΙΑΤΙ» και παρέμεινε έτσι μέχρι το 2009 οπότε και διέκοψε τη λειτουργία του, έπειτα από 34 χρόνια αδιάλειπτης κυκλοφορίας. Με πολιτικό, πολιτιστικό, κοινωνικό και ιστορικό περιεχόμενο, το περιοδικό «ΓΙΑΤΙ» υπήρξε σημείο αναφοράς της πολιτιστικής ζωής των Σερρών και ολόκληρης της Ελλάδας. Παράλληλα με την έκδοση του περιοδικού «ΓΙΑΤΙ», συνέγραψε ποιητικές συλλογές, διηγήματα, χρονικά, εξέδωσε μια σειρά βιβλίων με θεματική γύρω από την πόλη των Σερρών. Υπήρξε από τους πρωτοπόρους στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, με τα οποία ασχολήθηκε επί σειρά ετών. Από την εργογραφία του ξεχωρίζουν: «Δακρυσμένη Μικρασία 1919-1922: Τα χρόνια που συντάραξαν την Ελλάδα» (2007), το οποίο τιμήθηκε το 2008 με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας, «Στο όνομα της προσφυγιάς» (2008), «Εις θάνατον! Η δίκη και η εκτέλεση των έξι μέσα από τα πρακτικά, τα παραλειπόμενα και τα “ψιλά” των εφημερίδων» (2010), «Ο “Κόκκινος Σουλτάνος”: Ο Αβδούλ Χαμίτ και η άγνωστη Θεσσαλονίκη» (2012), «Φώτης Γιαγκούλας: O απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες» (2013), το εμπλουτισμένο σε επανέκδοση «Οι Λήσταρχοι: Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν» (2016) και το πρόσφατο «Σμύρνη 1919-1922: Αριστείδης Στεργιάδης εναντίον Χρυσόστομου» (2019). Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων, του Συνδέσμου Εκδοτών Βορείου Ελλάδος και αντεπιστέλλον μέλος της ΕΣΗΕΜΘ.

Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου μας βρίσκουν στο χιονισμένο απόγευμα της 18ης Δεκεμβρίου 1940 στο χιτλερικό ορεινό ανάκτορο του Μπέργκχοφ, στο Μπερχτεσγκάντεν, κάτω από το Ομπερζάλτσμπεργκ της ναζιστικής Γερμανίας, όπου ο Αδόλφος Χίτλερ έχει συγκαλέσει στρατιωτικό συμβούλιο για να ανακοινώσει τα σχέδια με την κωδική ονομασία «Μαρίτα» (εισβολή σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα) και την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» (εισβολή στη Ρωσία). Την ίδια μέρα βρισκόμαστε στο Βερολίνο και παρακολουθούμε πώς περνούν τις παραμονές των Χριστουγέννων οι Βερολινέζοι. Αλλά μεταφερόμαστε, την ίδια περίοδο και στην ήδη «πολεμική» Αθήνα, όπου οι κάτοικοί της είναι ενθουσιασμένοι από τη νικηφόρα πορεία στα Αλβανικά βουνά.

Στη συνέχεια ακολουθεί η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο τα ξημερώματα της Κυριακής 6 Απριλίου 1941, η σθεναρή αντίσταση των ηρώων υπερασπιστών της και η κάθοδός των ναζιστικών στρατευμάτων προς τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Το κύριο μέρος του βιβλίου περιγράφει ακολούθως, την άγνωστη σε πολλούς αναγνώστες, διπλή κατοχή των Βουλγάρων και Γερμανών στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη μέχρι τον Οκτώβριο του 1944 (τρεισήμισι πραγματικά ατελείωτα χρόνια).

Τα  βουλγαρικά στρατεύματα ακολουθούσαν τα γερμανικά, τα οποία παρέδωσαν, έναν μήνα αργότερα, τη Θράκη (κράτησαν μόνο μία στρατηγικής σημασίας λωρίδα γης στη μεθόριο του Έβρου) και την Ανατολική Μακεδονία μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα στους Βούλγαρους συμμάχους του Άξονα. Οι Βούλγαροι άλλαξαν αμέσως τις επιγραφές και τα ονόματα στα καταστήματα προσθέτοντας ένα «ωφ». Έβαλαν Βούλγαρους συνεταίρους στα έσοδα, όχι όμως και στα έξοδα των ελληνικών επιχειρήσεων. Έφεραν δικούς τους παιδαγωγούς, καθηγητές στα ελληνικά σχολεία, όπως και ολόκληρες βουλγαρικές πληθυσμιακές ομάδες που πλημμύρισαν τα ελληνικά χωριά και πόλεις όπως τη Δράμα, την Καβάλα, τις Σέρρες, την Κομοτηνή, όπου και εγκαταστάθηκαν, επιτάσσοντας τα καλύτερα ελληνικά σπίτια. Εκδίωξαν από τη Θράκη και τη Μακεδονία το σύνολο της πνευματικής ελληνικής ελίτ (γιατρούς, δικηγόρους, δικαστές, αστυνόμους, παιδαγωγούς, ιερείς) δημεύοντας τις περιουσίες τους. Επέβαλαν περιορισμό κυκλοφορίας, έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία, απαγορεύτηκε η χρήση των ελληνικών (ακόμα και στις εκκλησιαστικές λειτουργίες) και με το παραμικρό παράπτωμα έδερναν (έτσι προέκυψε το τρομακτικό «βουλγαρικό ξύλο» με τις δεκαεννέα και έξι βουρδουλιές), βίαζαν, έκαιγαν σπίτια, σκότωναν αμάχους και ξεθεμελίωσαν, σφαγίασαν και μακέλεψαν ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις. Επιχείρησαν να «εκβουλγαρίσουν» τον πληθυσμό, να αλώσουν την ψυχή των Ελλήνων. Οι κάτοικοι όλης αυτής της περιοχής (Μακεδονία και Θράκη) από τα ανείπωτα δεινά, την πείνα, την τρομοκρατία και τη φρικτή βουλγαρική κατοχή, έφτασαν σε σημείο να θεωρούν την υπόλοιπη γερμανοκρατούμενη και ιταλοκρατούμενη ελληνική επικράτεια ελεύθερη με φυσικό σύνορο τον Στρυμόνα. Πολλές φορές, μετέβαιναν στο γερμανικό φρουραρχείο της Θεσσαλονίκης για να διαμαρτυρηθούν εναντίον των Βουλγάρων και να παρακαλέσουν τους Γερμανούς ναζί και την Γκεστάπο να μεσολαβήσουν, ώστε να τους βοηθήσουν σε αυτό το μαρτύριο που περνούσαν.

Ακολούθως ο συγγραφέας ασχολείται ενδελεχώς με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ελεύθερη πια Αθήνα αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών το φθινόπωρο του 1944. Το πρελούδιο αίματος, ο επονείδιστος εμφύλιος που μαίνεται στον αλληλοσπαρασσόμενο πτωχότερο λαό της μεταπολεμικής Ευρώπης καταλήγουν στα Δεκεμβριανά, με έναρξή τους στις 3 Δεκεμβρίου μέχρι τον Ιανουάριο του 1945, δηλαδή τη σειρά ένοπλων συγκρούσεων ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τις ελληνικές κυβερνητικές, βρετανικές, ινδικές και αιγυπτιακές δυνάμεις!

Το βιβλίο είναι προϊόν 30 ετών μελέτης, έρευνας, συλλογής του υλικού και συνομιλιών του συγγραφέα με αυτόπτες μάρτυρες από όλες τις πλευρές των εμπλεκομένων, με κύριο αντικείμενο πραγμάτευσης την τρίτη, βιαιότερη και πλέον βάναυση βουλγαρική κατοχή (1941-1944) στη Μακεδονία και τη Θράκη, από τους Βουλγάρους (οι προηγούμενες ήταν τις περιόδους 1912-13 και 1916-18) και τη ματωμένη Αθήνα των Δεκεμβριανών. Με περισσό θράσος, ακόμη και μετά την αποχώρηση των Γερμανών στις αρχές Οκτωβρίου (και μάλιστα στο πλευρό του Άξονα), οι Βούλγαροι κατακτητές δεν έφευγαν από τα ελληνικά εδάφη (θεωρώντας ότι τελικά θα τα προσαρτήσουν), και χρειάστηκε να παρέμβει και να διαμαρτυρηθεί εντόνως ο Γεώργιος Παπανδρέου στον Τσώρτσιλ και εκείνος με τη σειρά του στον Στάλιν, ο οποίος έπεισε τον Βούλγαρο αντιβασιλέα πρίγκιπα Κύριλλο και τον πρωθυπουργό Μπόγκνταν Φίλοφ να εγκαταλείψουν την ελληνική επικράτεια, στα τέλη του μήνα. Στο βιβλίο καταγράφονται η απελευθέρωση αλλά και άλλα στοιχεία, όπως οι δωσίλογοι, οι συγκρούσεις των ανταρτών του ΕΛΑΣ με ομάδες ταγματασφαλιτών της ΠΑΟ (Πανελλήνια Αγωνιστική Οργάνωση).

Ένα βιβλίο μνήμης και ένα ντοκουμέντο, προκειμένου να γνωρίσει ο αναγνώστης την άγνωστη σε αυτόν τριπλή κατοχή της Βόρειας Ελλάδας (ιταλική, γερμανική και βουλγαρική) με έμφαση στην οδυνηρή βουλγαρική, το πογκρόμ φρίκης, τα ολοκαυτώματα ελληνικών χωριών και την επιχείρηση αφελληνισμού των κατοίκων της και εκ νέου εποικισμού με νοτιο-βουλγαρικές πληθυσμιακές ομάδες. Μία κατοχή για την οποία θεσμικά από τη μεριά των Βουλγάρων δεν ζητήθηκε ποτέ «συγγνώμη».

Το ογκώδες αλλά εύληπτο βιβλίο δεν κουράζει τον αναγνώστη και σε αυτό βοηθάει το πλούσιο φωτογραφικό υλικό, μέρος του οποίου προέρχεται από το προσωπικό ιστορικό αρχείο του συγγραφέα και η διακοπή του γλαφυρού λόγου με αποσπάσματα από σπάνια τεκμήρια ιστορίας, ανέκδοτα ημερολόγια, επιστολές, συνεντεύξεις, εφημερίδες και περιοδικά της εποχής και σημαίνουσες αφηγήσεις και εμπεριστατωμένες μαρτυρίες προσώπων όπως του Ντίνου Χριστιανόπουλου κ.ά. Και όπως έχει δηλώσει χαρακτηριστικά σε συνεντεύξεις του ο συγγραφέας, η ελληνική Ιστορία είναι ένα αθησαύριστο τοπίο που θα πρέπει να το ανακαλύπτουμε και να το μελετούμε κάθε τόσο αλλά ταυτόχρονα να εξερευνούμε τις πηγές του, και θεωρεί ότι η μελέτη αυτή απευθύνεται στο αναγνωστικό κοινό που έχει άγνοια της βουλγαρικής κατοχής στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και λησμονημένων γεγονότων των Δεκεμβριανών, όπως την εισβολή του εγγλέζικου τανκ, στις 6 Δεκεμβρίου 1944, στην οδό Κοραή 4 στην Αθήνα, όπου στεγάζονταν τα γραφεία του ΕΑΜ, τη σύλληψη και φυλάκιση των ΕΑΜιτών και την πισώπλατη δολοφονία ενός εξ’ αυτών από Βρετανό στρατιώτη.