Η κρίση ως θρίλερ

Με έναν αληθινά πρωτότυπο και ιδιαίτερο τίτλο, ο Γιώργος Μεσολογγίτης καταθέτει το πρώτο του συγγραφικό βήμα: μέσα από τρεις εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους ήρωες ξεδιπλώνεται σταδιακά μια ιστορία (αρκετά hardcore ως προς την αισθητική της) νεκροζώντανων στην Ελλάδα του 2010, που ξεκινά από το τέλος για να μας αποκαλύψει στο κλείσιμο του βιβλίου την αρχή της. Στο άνοιγμα της αφήγησης, ο πρώην αστυνομικός Άλκης περιπολεί πλέον μόνος του, με συντρόφους του μια αγέλη σκύλων, τις γειτονιές του Πειραιά αντλώντας μια αρρωστημένη ευχαρίστηση καθώς εξοντώνει νεκροζώντανους. Η ιστορία του μας οδηγεί σε εκείνη της Κατερίνας, που θα μπορούσε να είναι η μέση σύγχρονη Ελληνίδα μεταξύ 25 και 45, πίσω στην αρχή του ξεσπάσματος της επιδημίας ενώ η κοπέλα πραγματοποιεί τις ολιγοήμερες διακοπές της στη Σαλαμίνα. Από εκεί, φτάνουμε στο σχέδιο εκδίκησης του Ιάσονα Λεμονιάτη, ενός ηλικιωμένου πλέον και ξεπεσμένου σκηνοθέτη που κάποτε έκανε μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες και θέλει να επανακάμψει: αλλά τα πράγματα θα πάνε όσο στραβά μπορούν να πάνε… για την ακρίβεια καταστροφικά στραβά…

Ο Γιώργος Μεσολογγίτης αφηγείται αρκούντως αιματοβαμμένα την οικονομική και κοινωνική κρίση με τη φόρμα της αλληγορικής δυστοπίας. Το κείμενο ως ντεμπούτο είναι βεβαίως πρωτόλειο, με πιο δυνατό του σημείο την ικανότητα τού συγγραφέα να τροφοδοτεί -στις κατάλληλες δόσεις- τη φαντασία του με ωμό ρεαλισμό και να δημιουργεί έτσι μια πλοκή που ισορροπεί σωστά ανάμεσα στα δύο, ενώ χειρίζεται καλά το σασπένς και τις ανατροπές. Ταυτόχρονα ικανοποιεί όσους αγαπούν τον τρόμο, ακόμα και το splatter, με «αγαπημένα» μοτίβα και σκηνές-φετίχ του είδους. Πολύ καλό και το συγγραφικό εύρημα να αποτελέσει ο σκηνοθέτης της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά, τον καταλύτη της ιστορίας, με έναν τρόπο αρκετά πρωτότυπο ως σύλληψη και απόδοση.

Το πιο σημαντικό όμως κατά την άποψή μου είναι ότι ο Γιώργος Μεσολογγίτης χρησιμοποιεί, όπως και αρκετοί άλλοι συγγραφείς του είδους, το στερεότυπο της επιδημίας των νεκροζώντανων ως μια αλληγορία για τα όσα βιώνουμε κοινωνικά, οικονομικά αλλά και ψυχολογικά, στην ελληνική κοινωνίας της κρίσης και το κάνει αυτό επιτυχώς: το αποτέλεσμα λειτουργεί απόλυτα πειστικά για τον αναγνώστη ενώ το μοτίβο αυτό είναι πολύ καλά προσαρμοσμένο στην ελληνική πραγματικότητα, δεν μοιάζει πουθενά ξένο ή φτιαχτό. Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι ένα στοιχείο που συχνά αγνοούν σκοπίμως ή όχι, όσοι κάνουν κριτική στη λογοτεχνία του τρόμου είναι το πόσο βαθιές είναι οι ρίζες αυτού του είδους στον ανθρώπινο ψυχισμό. Διότι ακόμα κι αν ένα έργο τρόμου δεν έχει κοινωνικό-πολιτικό υπόβαθρο, αποτελεί αντανάκλαση του αληθινού τρόμου που είναι ο αγώνας της επιβίωσης.