Ευθύς εξαρχής, από το motto ήδη, φαίνονται οι προθέσεις του σημαντικού ποιητή Βαγγέλη Χρόνη. Εδώ διαλέγει μια δική του δήλωση αντί να παραπέμπει σε κάποιο ρητό, απόφθεγμα ή αφορισμό διά χειρός άλλου συγγραφέως: «Και αν ακόμη ζούσαμε πολλές ζωές / πάλι λίγες θα μας φαίνονταν». Περί θανάτου λοιπόν ο λόγος, αλλά όχι από την πλευρά των μετενσαρκώσεων-μετεμψυχώσεων. Η αρχαία ελληνική α-πορία απέναντι στο μυστήριο του μη αναπνέοντος σώματος αποτυπώνεται στα μαρμάρινα, ανάγλυφα ή γλυπτά επιτύμβια.
Ειδικά στο αριστουργηματικό ποίημα με τίτλο «Ο Σώστρατος από την Παιανία» (σελ. 39), ο τιμημένος αθλητής δεν απολαμβάνει τη δόξα και δεν επαναπαύεται στις δάφνες του, αφού θλίβεται για την κατάντια της χώρας του την οποίαν πλήττουν οι συμφορές: «Η μαρμάρινη όψη του Σώστρατου / δεν θα ξαναχαμογελάσει ποτέ». Μόνο και μόνο γιατί στερείται εδώ και δύο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια το Φως το ιερό του Ήλιου. Η μόνη διαφορά του Κάτω Κόσμου από τον Πάνω είναι αυτή, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική σκέψη. Πεποίθηση την οποία μπορεί να μην ασπάζεται ο ποιητής, τη θέτει όμως αναμφιβόλως ως λογοτεχνική σύμβαση σε αυτό το άκρως συμπυκνωμένο στοχαστικό πόνημά του.
Η σύνδεση όμως εποχών, θρησκειών και κοσμοαντιλήψεων για το πρόβλημα του Θανάτου επιτυγχάνεται συνοπτικώς στο ποίημα «Νοητοί Επιτάφιοι» (της σελ. 35): «Επιτύμβιες στήλες / πορτραίτα φαγιούμ / αναγεννησιακές ζωγραφικές αποκαθηλώσεις / εξακολουθούν να πενθούν βουβά / στο Μουσείο του Λούβρου. // Κάποιοι ήχοι που δισταχτικά δραπετεύουν / σιγοψέλνουν το «Άξιον εστί» / και το «Αι γενεαί αι πάσαι». // Νοητοί επιτάφιοι μία Μεγάλη Παρασκευή / στο κέντρο των Παρισίων / εν έτει 2014».
Εδώ έρχονται, συναντώνται και συμφύρονται, διαπιδύουν τις διαχωριστικές μεμβράνες και διαχέονται εις το χωροχρονικό συνεχές της υψηλής Τέχνης της Ποιήσεως, η οποία ως στόχον και λειτούργημα αναγνωρίζει μόνον την υπέρβασιν των λογικών (ως και πάσης φύσεως) ορίων.
Το λευκό είναι το χρώμα του ποιητή. Κι ενίοτε, το «αιώνιο γαλάζιο» (σελ. 33) του ουρανού που τείνει προς το λευκό κάτω από τη μαγική παμφωτοχυσία του Ήλιου. Αυτή η φωτολατρεία του τον συνδέει τόσο με τον Οδυσσέα Ελύτη όσο και με τον Νικηφόρο Βρεττάκο.
Στο ποίημα «Τα όνειρα των νεκρών» ο χρωματικός μανιχαϊσμός χαρακτηρίζει τον κόσμο των πεθαμένων. Κινούνται σε ένα ασπρόμαυρο σύμπαν, ενώ «Οι ήχοι και τα χρώματα / είναι προνόμια των ζωντανών». Αυτή η αντεστραμμένη μετα-φυσική του Θανάτου γέμει αισιοδοξίας κι ευεπίφορων καθημερινών οραμάτων-θαυμάτων. Δεν είναι ζοφερός ποιητής ο Βαγγέλης Χρόνης. Πόρρω απέχει των σκοτεινών «καταραμένων» λογοτεχνών. Δεν είναι επίσης ουδαμώς «κακό παιδί» όσον αφορά τη θεματολογία ή την αισθητική του. Νεο-κλασικισμός με διακριτική essence ρομαντισμού, ελληνοκεντρικός ανθρωπομορφισμός και λατρεία της Φύσεως ως Μεγάλης Μητέρας Θεάς.
«Το αρχαϊκό χαμόγελο» (ποίημα, της σελ. 47) αναφέρεται σε έναν άλλον ωραίο νεκρό, απαθανατισμένο «νεαρό αθλητή, αριστοκρατικής γενιάς», τον Μεγακλή, ο οποίος «μειδιά αινιγματικά / όπως στέκεται στο βάθρο του / με στατική μεγαλοπρέπεια / στο Μητροπολιτικό Μουσείο. / Δίχως να δυσανασχετεί / που ένα κομμάτι του εαυτού του / ευρίσκεται σε κοινή θέα / στην γενέτειρά του. // Έτσι τον έπλασε εξ άλλου / ο καλλιτέχνης γλύπτης / τον έκτο αιώνα προ Χριστού / κατά παραγγελία των γονιών του / να ατενίζει μακριά προς το άπειρο. Όπως έκαναν περίπου και οι Αιγύπτιοι. // Κρατώντας και ένα ρόδι / για τον άλλο κόσμο, σε περίπτωση…». Εδώ αποκαλύπτεται ολάκερη η υπαρξιακή αγωνία του ποιητή, αλλά και η επιφυλακτική μεταφυσική του ελπίδα για το Επέκεινα.
Όμως η επικούρειος αντίληψίς του για τη Ζωή καταγράφεται επαρκώς και αναγλύφως στο ποίημά του «Το κυνήγι της χαράς» (σελ. 49).
Σχεδόν βγαλμένο από την «Παλατινή ανθολογία» το ποίημα του Βαγγέλη Χρόνη με τίτλο «Λυσιστράτη η Παναθηναία» (σελ. 32):
«Το νεκρικό, αόριστο βλέμμα / της όμορφης Λυσιστράτης της Παναθηναίας / αδυνατεί να διασταυρωθεί / με τους αναπαυόμενους πατριώτες της / παραταγμένους στην ίδια ευθεία. / Στην προσπάθειά τους / οι επισκέπτες του Μητροπολιτικού Μουσείου / να αποσπάσουν έστω μια ματιά της / αποτυγχάνουν. / Η νεκρική σιγή της / είναι και σιωπή απόγνωσης / που την μετέφεραν / από το πατρικό κοιμητήριο / όπου αναπαυόταν / είκοσι πέντε αιώνες, / σε χώρο εκθετηρίου / νεκρών μεταναστών. // Το άψυχο μάρμαρο / δεν πρόκειται να της δώσει λαλιά / και φωνή διαμαρτυρίας / και ούτε καν θα της μεταφέρει την ιδέα / πως όλα γίνονται, δήθεν, χάριν τής τέχνης / αλλά θα της επιτρέψει να ζει / την αιώνια μοναξιά της».
Περί από-μονώσεως ο λόγος και στο ποίημα «Η ελευθερία της μοναξιάς» (σελ. 48).
Συμπερασματικό το καταληκτικό ποίημα με τίτλο «Σκέτο λευκό» αυτής της κομψής, «ελληνιστικής» θα έλεγα ποιητικής συλλογής του Βαγγέλη Χρόνη: «Στην διάρκεια του δικού μου χρόνου / προτιμώ τα πολύχρωμα / από το σκέτο λευκό / του άγνωστου μέλλοντος. / Επίσης τους ήχους από την σιωπή. // Στο λευκό και την σιωπή / παραδινόμαστε αμαχητί. / Τα υπόλοιπα είναι για παρηγοριά».
Με ζωγραφικές και μουσικές απαιτήσεις η ποιητική τέχνη του Βαγγέλη Χρόνη. Λιτή, καίρια, ελλειπτική, λακωνική. Συχνές παρηχήσεις. Ρυθμολογία βγαλμένη λες από τη διαχρονία της ενιαίας αενάως εξελισσομένης ελληνικής γλώσσης.
Ένας χαμηλόφωνος διακριτικός ποιητής. Ανακαλύψτε τον. Παραδοθείτε του. Αμαχητί.