Η ανθρώπινη κατάσταση

Έχοντας διαβάσει και γοητευτεί από τα ιστορικά της μυθιστορήματα, το δίτομο «Γουλφ Χολ» και τα «Γεράκια» (και τα δύο κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πάπυρος) και περιμένοντας με ανυπομονησία το κλείσιμο της τριλογίας, θεωρώ τη Χίλαρι Μαντέλ, δύο φόρες βραβευμένη με Booker, μία σημαντική σύγχρονη λογοτέχνη. Γι’ αυτό και εξίσου ανυπόμονα διάβασα τα δέκα διηγήματα της παρούσας συλλογής, και πάλι σε εξαιρετική μετάφραση της Εριφύλης Μαρωνίτη, που πήρε τον γενικό της τίτλο από το ομώνυμο διήγημα της συγγραφέως, το οποίο ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Αγγλία και έκανε τους Συντηρητικούς να ζητούν την ανάκριση της Μαντέλ από τις αστυνομικές αρχές.

Αλλά, πριν μιλήσουμε γι’ αυτό το διήγημα, θα πρέπει να πω ότι η γραφή της, ένα εντελώς ιδιαίτερο μείγμα ονειρικής, ποιητικής γλώσσας και σκληρού ρεαλισμού και μιας ευθύτητας που σχεδόν σοκάρει, με μάγεψε για μια ακόμα φορά και στα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής. Ξεχώρισα τρία από αυτά, τόσο δυνατά και αληθινά ως αίσθημα, που μου έφεραν δάκρυα στα μάτια. Το πρώτο είναι το «Κόμμα», όπου δύο κορίτσια ένα καλοκαίρι παρακολουθούν την έπαυλη μίας πλούσιας οικογένειας και αναρωτιούνται τι είναι αυτό το περίεργο πλάσμα το οποίο η οικοδέσποινα φροντίζει τόσο πολύ: ένα υπέροχο διήγημα για την τρυφερή αλητεία των παιδικών μας καλοκαιριών (για μας που προλάβαμε έστω και οριακά να ζήσουμε παιδικές ηλικίες όπου μπορούσαμε να λείπουμε για ώρες από τα σπίτια μας παίζοντας και εξερευνώντας τη ζωή), για τη σκληρότητα των παιδιών, η οποία όμως είναι ασήμαντη μπροστά στην αληθινή σκληρότητα της ζωής που «τα περιμένει στη γωνία» και, ταυτόχρονα, μια αλληγορία για την αγάπη – τι μπορεί να κάνει η παρουσία της και πού μπορεί να οδηγήσει ένα παιδί η έλλειψή της.

Το «Σύνδρομο QT» με σοκάρισε σχεδόν με την ανατροπή στο τέλος και δεν νομίζω ότι θα υπάρξει γυναίκα που θα το διαβάσει και δεν θα ταραχθεί συναισθηματικά. Ενώ το «Και η καρδιά σταματά», που πραγματεύεται την πορεία μιας έφηβης προς τον θάνατο λόγω νευρικής ανορεξίας και τη σχέση της με την αδερφή της, είναι ένα αριστούργημα: με επηρέασε βαθιά και δεν νομίζω να ξεχάσω ποτέ την ιστορία και την τελευταία σκηνή.

Τέλος, στη «Δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ», η Μαντέλ περιγράφει μία υποθετική απόπειρα δολοφονίας της Βρετανίδας πρωθυπουργού το 1983 (έχω την εντύπωση ότι ακόμα και σήμερα είναι η πιο μισητή πολιτικός στη Βρετανία), όταν ένα μέλος του IRA εισβάλλει στο σπίτι μιας γυναίκας που μένει κοντά σε ένα νοσοκομείο όπου η Θάτσερ νοσηλεύεται για μια μικρή επέμβαση και περιμένει να την πυροβολήσει καθώς θα βγαίνει. Η σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στην ιρλανδικής επίσης καταγωγής ένοικο (όπως και η Μαντέλ), και στον εκτελεστή καθώς περιμένουν την εμφάνιση της Θάτσερ, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο εκείνη ταυτίζεται με τον σκοπό του και επιχειρεί να τον βοηθήσει, είναι εξαιρετικά δοσμένα από την πένα της Μαντέλ που οδηγεί την ιστορία σε ένα χαμηλών τόνων αλλά έντονα φορτισμένο, συναισθηματικά και πολιτικά, φινάλε. Το γιατί το διήγημα ξεσήκωσε τόσες αντιδράσεις είναι προφανές από τον τρόπο που η Μαντέλ περιγράφει τη Θάτσερ ως μια σκληρή γυναίκα, χωρίς κανένα συναίσθημα, που υποκλίνεται στους πλούσιους και απεχθάνεται τους φτωχούς, αλλά και από την περιγραφή του μαρτυρίου της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων του IRA το 1981, που οδήγησε στον θάνατο πολλών από αυτούς –με τη Θάτσερ αδιάλλακτη και ασυγκίνητη απέναντι στα αιτήματά τους–, με πιο γνωστό τον Μπόμπι Σαντς. Το αν η Μαντέλ εγκρίνει την πολιτική βία, δεν μπορώ να το απαντήσω μετά βεβαιότητος από το κείμενο, διότι είναι ένα διήγημα στο οποίο κυρίαρχο είναι το συναίσθημα: η αγανάκτηση απέναντι στην αδικία που δεν μπορείς να πολεμήσεις αλλιώς. Διέκρινα επίσης και κάτι άλλο: την οργή μιας γυναίκας για μια άλλη γυναίκα, η οποία απεκδύεται οποιαδήποτε ευαισθησία και συναίσθημα προκειμένου να φτάσει στην κορυφή και να κυριαρχήσει.

Σε κάθε περίπτωση, τόσο το συγκεκριμένο διήγημα όσο και τα υπόλοιπα της συλλογής είναι μία δυνατή αναγνωστική εμπειρία. Διαβάστε τα, όπως και τα μυθιστορήματα της Χίλαρι Μαντέλ. Είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για μια λογοτέχνη που θα μπει επάξια στο πάνθεον των κλασικών για τις επόμενες γενιές.