Οι σημαντικοί πεζογράφοι είναι κατ’ αρχήν και κατ’ εξοχήν ποιητές, που επιλέγουν να εκφραστούν με περισσότερο προσγειωμένο τρόπο. Οι ταλαντούχοι λογοτέχνες αποκαλύπτουν μέρος της λάμψης τους ήδη από το πρώτο τους βιβλίο. Ο γνωστός σε όλους μας (και όχι μόνο στα στενά όρια των ομιλούντων την ελληνικήν) Βασίλης Βασιλικός πέτυχε με την πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα το 1949, σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών (!) να τραβήξει την προσοχή του φιλότεχνου κοινού με τρία ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Μακεδονία». Ακολούθησε το 1953 (σε ηλικία μόλις19 ετών) η νουβέλα «Η διήγηση του Ιάσονα», όπου ψυχογραφεί με ποιητικό τρόπο το πέρασμα του εφήβου στην ενηλικίωση μέσα από τις Συμπληγάδες Πέτρες, κι ενόσω ακούει με ολάνοιχτα αυτιά το τραγούδι των Σειρήνων, με τη Σκύλα και τη Χάρυβδη (και άλλα –όχι μόνο θηλυκά– τέρατα) να παραμονεύουν να συλήσουν το έχει του. Στις «Αναμνήσεις από τον Χείρωνα» μυητικές τελετές, απόκρυφες και μυστηριακές σε συμβολικά σπήλαια με τον Ορφέα και άλλα αρχαιοελληνικά μυθικά (ή παρα-μυθικά) σύγχρονα όντα συμπλέκονται και διαπλέκονται με τις φαντασιώσεις του εφήβου και τον θολό ονειρικό του κόσμο που διαπιδύει και αλώνει την πραγματικότητα με δυσεξιχνίαστους τρόπους. Ήταν τόσο τολμηρή η γραφή για την εποχή του που δημοσιεύτηκε 21 χρόνια μετά, το 1974, όταν ήδη ο Βασίλης Βασιλικός έχει καταξιωθεί και κερδίσει τον διεθνή έπαινο με την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος «Ζ». Οι «Αναμνήσεις από τον Χείρωνα» γράφτηκαν παράλληλα και συμπληρωματικά με τη «Διήγηση του Ιάσονα» κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ταυτόχρονη συμπερίληψή τους στο επιμελημένο βιβλίο των πάντα άρτιων εκδόσεων Γκοβόστη, με την κατατοπιστική εισαγωγή του Θανάση Αγαθού. Βεβαίως η έκδηλη ποιητικότητα και οι παρεμβολές ποιημάτων οδήγησαν σε αμηχανία τους κριτικούς της εποχής, που αδυνατούσαν να εντάξουν αυτό το πόνημα σε κάποιο είδος. Όμως, οι φωτεινότεροι εξ αυτών διείδαν το πολλά υποσχόμενο ταλέντο και το χειροκρότησαν, εξασφαλίζοντας έτσι την πρόκληση της προσοχής του αναγνωστικού κοινού και την άνθιση ενός πολύπλευρου, πληθωρικού καλλιτέχνη, που εξακολουθεί και σήμερα (σε ηλικία 78 συναπτών ετών πλέον) να μην επαναπαύεται στις δάφνες του και να προσφέρει στον Ελληνικό Πολιτισμό, μέσα από την ευρυμάθεια και τις τηλεοπτικές εκπομπές του. Το «Άξιον Εστί» είναι από τις μακροβιότερες και σοβαρότερες απόπειρες υπέρβασης των όποιων λογοτεχνικών στεγανών και της γνωριμίας των πασχιζόντων λογοτεχνών με το ευρύ κοινό.

Ξαναδιάβασα με νοσταλγία αυτά τα γοητευτικά πρωτόλεια και τα βρήκα ακόμα και σήμερα προκλητικά, τόσο ως προς τις προθέσεις όσο και ως προς τις αισθητικές επιλογές του σημαντικού μας λογοτέχνη, που είναι, μετά τον Καζαντζάκη, ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας.

Όσο για τη μυθολογία και την ονοματοθεσία των ηρώων του στα δύο αυτά πεζογραφήματα, θα πρέπει να τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή, αφού ο λογοτεχνικός του Ορφέας συναντάει στη ζωή πλέον την οικογένεια του διακεκριμένου ποιητή του πεζού λόγου, ο οποίος έδωσε στην κόρη (που δημιούργησε μαζί με τη σεμνή αλλά δραστήρια υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου) το συμβολικό όνομα Ευριδίκη.

Όσο για τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας που εξετάζουν τα κείμενα ανεξάρτητα από τον βίο των δημιουργών τους, είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ύποπτοι στρουθοκαμηλισμού κι ένοχοι καλπάζουσας νοησιαρχίας, αποστεωμένης από οποιαδήποτε συναισθηματική συμμετοχή στα αναγιγνωσκόμενα. Μου θυμίζουν το «Μάθημα Ανατομίας» του Ρέμπραντ. Μόνο που ανατομία επιβάλλεται μόνο στα νεκρά όντα, ενώ το κείμενο είναι εσαεί ζωντανό, όταν ο λογοτέχνης έχει πιάσει το δικό τους σφυγμό κατ’ αρχήν και ίσως ακόμα και τον σφυγμό της εποχής του. Και όσο για τους κριτικούς, εεε, μόνο ένας Ρέμπραντ του είδους, θα μπορούσε να αναγάγει σε υψηλή τέχνη κάτι τόσο άχαρο (κι ενίοτε δυσώδες) όσο είναι η νεκροτομή ενός λογοτεχνήματος. Αυτό που μας συναρπάζει δεν έχουμε κανένα λόγο να υπερ-αναλύσουμε, κι αυτό που ερμηνεύουμε απλώς απομυθοποιείται στα μάτια μας για να χωρέσει καλύτερα στο ράφι με τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα του λογοτεχνικού είδους στο οποίο σπρώχνουμε για να εντάξουμε το πρωτότυπο κείμενο που βγήκε από την πέννα κάποιου ιδιοφυούς δημιουργού.

Ο Βασίλης Βασιλικός είναι σημαντικός, όχι μόνο γιατί κατάφερε να σπάσει το φράγμα της σιωπής για έξι δεκαετίες, αλλά γιατί προκαλεί ακόμα και σήμερα τους «τα φαιά φορούντες» με την υπερχειλίζουσα αβροφροσύνη και την ακμάζουσα νεότητα του πνεύματός του. Όσο για την πολυγραφία του, που συγκεντρώνει −όπως πάντα− τα πυρά των ράθυμων «ολιγογράφων», το μόνο που θα μπορούσε κανείς να προτάξει είναι ένα πασίγνωστο ρητό, σχετικό με το νησί των Ιπποτών, την ηλιόλουστη Ρόδο μας…