Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι
Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε Μαθηματικά. Το 1997 ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ανάμισης ντενεκές» (Εστία, 2008) έχει κάνει ήδη τέσσερις εκδόσεις και μεταφράζεται στα τουρκικά.
Τη νύχτα που πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος, ο μοναχός Βικέντιος έχει άλλες έγνοιες: γεννάει η σκυλίτσα του, μοναδική συντροφιά στο απόκρημνο μοναστήρι της Παναγιάς τ’ Ακρωτηριού. Λίγες ώρες μετά τη γέννα η σκυλίτσα πεθαίνει κι η αγωνία του Βικέντιου είναι πώς θα κρατήσει στη ζωή τα τρία μικρά της. Το αδύναμο θηλυκό πεθαίνει κι αυτό κι ο Βικέντιος ρίχνει το φταίξιμο στη γάτα. Τότε βάζει τα δυο αρσενικά στη δεξιά τσέπη του ράσου και τα κουβαλά μαζί του όπου κι αν πάει. Τελικά θα ζήσει το ένα και θα γίνει «ο διάδοχος» της σκυλίτσας.
Τρυφερή ιστορία, που διαδραματίζεται παράλληλα με το θάνατο του Αρχιεπισκόπου και την έναρξη των διαδικασιών για τη διαδοχή του. Η αντίθεση ανάμεσα στο σχεδόν ερειπωμένο μοναστήρι με το λιτό λειτουργικό του και την «κοσμική» κηδεία του Μακαριστού, το «βυζαντινό» της εκλογής του νέου αρχιεπισκόπου, είναι προφανής. Ο Βικέντιος, γύρω στα 40, από έφηβος στο μοναστήρι, έζησε μια ζωή καταπίεσης κοντά στο γέροντα. Κι όταν εκείνος πέθανε, έμεινε με τους άλλους μοναχούς και τους κατευόδωσε και στο δικό τους θάνατο. Η μοναξιά τον ζώνει. Γι΄αυτόν που δεν γνώρισε ποτέ τον έρωτα, η σκυλίτσα του, που μόλις πρόλαβε να συνηθίσει την παρουσία της, είναι η μοναδική χαρά, πηγή ζωής. Μάλιστα ντρέπεται παρακολουθώντας το ζευγάρωμά της, σε μία από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου.
Η νουβέλα διαβάζεται άνετα και με ενδιαφέρον. Η χρήση της ντοπιολαλιάς (της Χίου), οι περιγραφές της φύσης και της καθημερινής ζωής στο μοναστήρι, χωρίς να είναι πρωτότυπες, δημιουργούν ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια πιο συνεκτική, κατά τη γνώμη μας, ιστορία. Η παρεμβολή της ζωής του Συμεών μοιάζει αταίριαστη και το τέλος (με την αποκάλυψη της ταυτότητας του αφηγητή), αδόκιμο. Κρατώντας καλά φυλαγμένο το μυστικό του στη δεξιά τσέπη του ράσου, ο καλόγερος φαίνεται να μην βρίσκει ποτέ το δρόμο προς τους ανθρώπους που τόσο πολύ του λείπουν.