Το δίλημμα που οδηγεί στον αφανισμό
Θρυλείται πως σε μια, κατά τα λοιπά κλασική, συνέντευξη ένας δημοσιογράφος επισήμανε στον Άρθουρ Σνίτσλερ τη βασική «κατηγορία» που του αποδίδεται από τους αρνητές του. Αυτή ήταν ότι όλα του τα έργα περιπλέκονταν γύρω από δύο βασικά θέματα: τον έρωτα και τον θάνατο.
Ο τολμητίας Αυστριακός δέχθηκε ασμένως τα ελατήρια της συγγραφικής δημιουργίας του και πρόσθεσε πως ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς δύο από τα θέματα που κάθε συγγραφέας μπορεί να ερανίζεται πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά δύο βασικοί πυλώνες του δικού του «κόσμου».
Από τα θεατρικά έργα «Ερωτικό γαϊτανάκι» και «Ο καθηγητής Μπερνάρντι» έως τον «Υπολοχαγό Γκουστλ» που του προκάλεσε ουκ ολίγα προβλήματα και τη «Δεσποινίδα Έλζε», ο Σνίτσλερ δεν σταματάει να διερευνά τις ερωτικές παρηχήσεις του ανθρώπου (σε βαθμό που ακόμη και ο Φρόιντ παραδέχθηκε πως ο Σνίτσλερ, καίτοι δεν διέθετε τα επιστημονικά εργαλεία, έψαυσε τα μύχια της σεξουαλικότητας).
Συγγραφέας που δέχθηκε πλείστες όσες κατηγορίες (βλ. «Εβραίος πορνογράφος»), έπεσε θύμα λογοκρισίας και καθαίρεσης από τον βαθμό του εφέδρου αξιωματικού του Υγειονομικού Σώματος, ενώ τα βιβλία του «έλαμψαν» στη φανατική πυρά του Χίτλερ και του Γκέμπελς, καθώς θεωρήθηκαν ότι ήταν μέρος της λεγόμενης «εκφυλισμένης τέχνης».
Κι όμως, πόσο σημαντικός καθίσταται ο Σνίτσλερ για την εξέλιξη της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι, πλέον, κάτι παραπάνω από πρόδηλο. Η συμβολή του στην αδοκίμαστη ζωντάνια του εσωτερικού μονολόγου στις νουβέλες του, θεωρείται αυταπόδεικτη. Πρόκειται για μια τεχνική που στα χέρια του Αυστριακού μετατρέπεται σε ηλεκτρική εκκένωση, ενθουσιώδη παραφορά, θύελλα ευφρόσυνη και συνάμα εκρηκτική.
Στη «Δεσποινίδα Έλζε» όλα τούτα τα στοιχεία φωτίζονται από τον Σνίτσλερ από μια εφιαλτική άλω. Οι διαβαθμίσεις της ανημπόριας, της αυταπάτης, της κρούσης με τη σκληρή πραγματικότητα και τελικά με την τρέλα και την τραγωδία, έρχονται στην πρωταγωνίστρια κατά κύματα που άλλοτε την καλύπτουν και άλλοτε την απογυμνώνουν.
Η δεσπονίδα Έλζε είναι μια ανέμελη κοπέλα αστικής οικογένειας που παραθερίζει σε ένα σαλέ της Βόρειας Ιταλίας. Οι ημέρες «κρασιού και ρόδων» διακόπτονται βιαίως από ένα γράμμα που της στέλνει η μητέρα της, στο οποίο με δραματικούς τόνους την πληροφορεί πως ο πατέρας της (ένας επιφανής δικηγόρος) βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης και πιθανότατα της φυλάκισης. Της ζητάει να μεσολαβήσει στους χαρωπούς και ζάμπλουτους συνδαιτυμόνες της, για να μπορέσει ο πατέρας της να λάβει ένα πρόσκαιρο δάνειο που θα τον ξελασπώσει. Τα διλήμματα, μέσα στη δραματική υπερβολή τους, αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της λογοτεχνίας: είναι το άλας της. Η Έλζε φλέγεται από την επονείδιστη ανάγκη να πάρει μια απόφαση ζωής: θα σώσει την οικογένειά της ή θα παραδώσει αμαχητί την αξιοπρέπειά της; Γνωρίζει πολύ καλά πως ουδείς από τους ερωτιδείς που την περιβάλλουν δεν θα της δώσουν χρήματα δίχως να της ζητήσουν το προφανές αντάλλαγμα. Τωόντι, έτσι γίνεται. Τίποτα δεν δίδεται δίχως το απαραίτητο αντίτιμο και αυτή η οδυνηρή επίγνωση αντί να χαλυβδώσει την Έλζε, τη λούζει με έναν καταρράκτη σκέψεων, αμφιβολιών, αδιαφέντευτων ενστίκτων και σεξουαλικών παροξυσμών που θα την οδηγήσουν στην απώλεια κάθε λογικής συνάφειας.
Η Έλζε δεν είναι μια τυχαία πρωταγωνίστρια: είναι Εβραία, έχει ένα έντονο σεξουαλικό φρόνημα, ενώ προσπαθεί να αμυνθεί στην επιβολή της ανδρικής ισχύος, δίχως να διαθέτει το σθένος να τα καταφέρει. Όλη η νουβέλα δομείται πάνω στον εσωτερικό μονόλογό της που άλλοτε ακολουθεί λογικές τροχιές και άλλοτε επιταχύνεται με ασθματικούς ρυθμούς, αγγίζοντας τα όρια της παράκρουσης και της αφροσύνης.
Ο Σνίτσλερ γράφει σαν να είναι η… Έλζε – εισβάλλει στον γυναικείο ψυχισμό με το νυστέρι του ψυχολογικού ανατόμου και ανασύρει από τα βάθη τις φοβίες, την καταπίεση, τα πάθη, τους καταναγκασμούς και τις αμυχές τούτης της τραυματισμένης ψυχής που δεν διστάζει να φτάσει μέχρι τον αφανισμό της.
«Τι έχω κάνει, Θεέ μου; Τι έχω κάνει; Καταρρέω. Όλα έχουν τελειώσει», θα πει κάποια στιγμή μην μπορώντας να αντέξει το βάρος της ευθύνης που έχει εναποθέσει η οικογένειά της στους ώμους της. Αμφιταλαντεύεται, οικτίρει και αυτοτραυματίζεται ψυχολογικά, προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της και αίφνης γκρεμίζεται. Όσο αναμετράται με τον εαυτό της, βυθίζεται προοδευτικά σε μια απόλυτη κενότητα θλίψης και αποστέρησης κάθε ελπίδας. Το τέλος της φαντάζει και είναι προδιαγεγραμμένο.
Εντέλει, η «Δεσποινίδα Έλζε» είναι ένα έργο ανεξάντλητου θρήνου, μια νουβέλα για το όνειρο που χάνεται, για τη ζωή που γίνεται γύρος θανάτου. Σαφώς, οι κοινωνικές αναφορές του Σνίτσλερ απηχούν τις ευρωπαϊκές δομές του τέλους του 19ου αιώνα (άρα και των σημαντικών αλλαγών του), ωστόσο η δύναμη της γραφής του σπιθίζει ακόμη και σήμερα.
Η «Δεσποινίδα Έλζε» μεταφράζεται για δεύτερη φορά στα ελληνικά και η δουλειά που έκανε ο Δημήτρης Δημοκίδης είναι άξια ως προς τούτο: φέρνει αυτό το εξαίσιο διαμάντι στο σήμερα δίχως να αλλοιώνει τις αντανακλάσεις του. Η έκδοση συμπληρώνεται από ένα άκρως διαφωτιστικό επίμετρο της Τατιάνας Λιάνη. Σε αυτό μαθαίνει κανείς ότι η ιστορία της Έλζε ενδέχεται να έχει συνάφειες με τη ζωή του Σνίτσλερ, καθώς, όπως κι αυτή, έτσι και η κόρη του Λίλυ έκοψε βίαια το νήμα της ζωής της μόλις στα 18 της χρόνια.